Αναδημοσίευση; ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΣ
Μεγάλες θρησκείες του κόσμου (μέσα του 2009)
Χριστιανοί
|
2.264.492.000
|
Μουσουλμάνοι
|
1.523.212.150
|
Ινδουιστές
|
935.460.000
|
Βουδιστές
|
483.821.000
|
Κινεζική λαϊκή θρησκεία
|
454.579.800
|
Σιχ
|
24.222.700
|
Εβραίοι
|
14.549.000
|
Με αλφαβητική σειρά:
1. Αβαντάνας: Ιερό βιβλίο του Βουδισμού, στο οποίο εξαίρεται ο ρόλος των Μποντισάττβες. Οι Μποντισάττβες είναι λαμπρά όντα, τα οποία προχωρούν να γίνουν φωτισμένοι δηλαδή Βούδες. Ενώ όμως έχουν την δυνατότητα να εισέλθουν στην Νιρβάνα, τον Παράδεισο τρόπο τινά των Βουδιστών, εξακολουθούν με τη θέλησή τους να παραμένουν στον φθαρτό αυτό κόσμο από συμπόνια προς τα άλλα όντα να τα βοηθήσουν και να συμβάλλουν στην σωτηρία τους. Η λέξη αβαντάνα σημαίνει την πράξη που είναι άξια σεβασμού και θαυμασμού, η οποία μπορεί να είναι είτε η αυτοθυσία ενός ατόμου για το καλό των συνανθρώπων του είτε η οικοδόμηση ενός ιερού του Βούδα. Τα «Αβαντάνας» περιέχουν διηγήσεις που αποδίδονται στον Βούδα και έχουν ηθικό χαρακτήρα. Είναι γραμμένα στην σανσκριτική γλώσσα. Κύριο δίδαγμά τους είναι ότι «από λευκές πράξεις προέρχονται λευκοί καρποί και από μαύρες μαύροι».
2. Κα – τζιουρ, Ταν – τζιουρ: Συλλογές ιερών βιβλίων του Ταντρικού ή Βατζραγιάνα Βουδισμού. Οι συλλογές αυτές βασίζονται κυρίως στην Θιβετιανή βουδιστική γραμματεία, στην οποία στηρίζεται κυρίως ο Ταντρικός Βουδισμός και αναπτύχτηκε από τον 8ο αιώνα μ.Χ. και μετά όταν άρχισαν οι μεταφράσεις από τα Σανσκριτικά πρότυπα. Η «Κα – τζιουρ» (bka – ‘gyur) είναι συλλογή από 100 τόμους με περιεχόμενα το μοναχικό κανόνα και ταντρικά κείμενα. Η «Ταν – τζιουρ» (bs Tan – ‘gyur) αποτελείται από 225 και περιλαμβάνει υπομνήματα και ποικίλες θρησκευτικές πραγματείες.
3. Κανόνας Πάλι: Ιερό βιβλίο του ενός από τους τρεις κλάδους του Βουδισμού του Τεραβάντα. Ονομάστηκε έτσι από τη γλώσσα στην οποία έχει συνταχτεί. Ονομάζεται επίσης «Τιπίτακα» ή στα Σανσκριτικά «Τριπίτακα», κάτι αντίστοιχο με τον ελληνικό όρο «τρίπτυχο», που σημαίνει «Τρεις Κάλαθοι». Αποτελείται από τις συλλογές «Βινάγια Πίτακα» η οποία είναι ο μοναχικός κανόνας που περιέχει τις αρχές και τις υποχρεώσεις της βουδιστικής μοναχικής ζωής, τη «Σούττα Πίτακα» που εκθέτει τη βουδιστική διδασκαλία, απηχώντας βασικά το κήρυγμα του Βούδα, και την «Αμπιντάμμα Πίτακα», συλλογή που περιέχει αναλύσεις, ερμηνείες και ταξινομήσεις φιλοσοφικών και ψυχολογικών θεωριών. Ο κανόνας αυτός οριστικοποιήθηκε το 1οπ.Χ. αιώνα στη Σρι Λάνκα (Κεϋλάνη) με βάση προγενέστερο κανόνα που ήταν γραμμένος στη γλώσσα Μαγκάντι και ο οποίος είχε διαμορφωθεί στη 3η βουδιστική Σύνοδο.
4. Κινέζικη Τριπίτακα: Συλλογή του Μαχαγιάνα Βουδισμού. Πρέπει όμως να ειπωθεί εδώ πως ο Μαχαγιάνα Βουδισμός, αντίθετα με τον Τεραβάντα Βουδισμό δεν διαθέτει κανόνα ιερών βιβλίων, ο οποίος να διαμορφώθηκε με απόφαση βουδιστικής Συνόδου. Έτσι ο πιστός ανάλογα σε ποια σχολή ανήκει δίνει ιδιαίτερη έμφαση και σημασία σε ορισμένα από τα πολλά κείμενα του Μαχαγιάνα Βουδισμού. Αυτά αποτελούν ογκωδέστατη γραμματεία, της οποίας η δημιουργία άρχισε πριν 2.000 σχεδόν χρόνια. Ελάχιστο μόνο μέρος της διατηρείται στα Σανσκριτικά, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της είναι μεταφράσεις σε διάφορες γλώσσες κυρίως στα Κινεζικά, όπως η «Κινέζικη Τριπίτακα». Η διάταξή της είναι παρόμοια με αυτής του «Κανόνα Πάλι». Χωρίζεται λοιπόν, στο «Μοναχικό Κανόνα» (Λου), «Διδασκαλία» (Τσινγκ) και «Σχολαστική φιλοσοφία» (Λουν). Πρόκειται ουσιαστικά για ολόκληρη βιβλιοθήκη από ιερά και θύραθεν κείμενα. Ο παλαιότερος κατάλογος της «Κινέζικης Τριπίτακα», από τις αρχές του 6ου μ.Χ. αιώνα, αναφέρει 2.113 έργα. Η τελευταία ιαπωνική έκδοση η Taisho που έγινε το 1924 – 1929 εκτείνεται σε 55 τόμους, ο καθένας από τους οποίους έχει περίπου 1000 σελίδες. Αργότερα μάλιστα δημοσιεύτηκε και συμπλήρωμα 35 τόμων.
1. Αγκάμας: Ιερά ινδουϊστικά κείμενα που περιέχουν διδασκαλίες και λατρευτικά τυπικά. Είναι γνωστά 100 βισνουιστικά, 28 σιβαϊτικά και 77 σακτικά Αγκάμας.
2. Αρανυάκας: Ινδικά ιερά βιβλία. Η ονομασία τους σημαίνει «Βιβλία του Δάσους» δηλαδή προορισμένα να τα μελετάει κάποιος στην μοναξιά του δάσους. Οι «Αρανυάκας» συνεχίζουν τα πιο γνωστά βιβλία του Ινδουϊσμού τις «Βραχμάνες» και πραγματεύονται κατά κανόνα θέματα θυσιαστικού μυστικισμού και συμβολισμού.
3. Βαγκαβαντγκίτα ή Μπαγκαβάτ – Γκιτά: Ινδουϊστικό θρησκευτικό ποίημα, που η επιγραφή του σημαίνει «Άσμα του Υψίστου» και που αποτελείται από 700 στίχους που ενσωματώθηκε αργότερα στο περίφημο έπος του Ινδουϊσμού «Μαχαβαράτα». Θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας ποίησης, εφάμιλλο των Ομηρικών Επών και του Άσμα Ασμάτων της Βίβλου. Η σύνθεσή του τοποθετείται ανάμεσα στον 2ο αιώνα π.Χ. και στο 2ο αιώνα μ.Χ. και έχει σχολιαστεί από τους μεγάλους δασκάλους της θεολογίας του Ινδουϊστικού θεού Κρίσνα, ως το κυριότερο ιερό κείμενο αυτής της ομολογίας. Η «Βαγκαβαντγκίτα» διαπραγματεύεται όσα ειπώθηκαν υπό μορφή διαλόγου μεταξύ του βασιλιά Ντριταράστρα και του ηνιόχου του Σαντζάγια, για μια μάχη που έγινε ανάμεσα σε δυο συγγενείς αλλά αντίπαλες φυλές της ΒΔ Ινδίας, από τις οποίες η μία έχει στις τάξεις της τον Αρτζούνα γιο του θεού Ίντρα. Ο Σαντζάγια μεταφέρει στον βασιλιά του τον διάλογο μεταξύ του Αρτζούνα και του θεού Κρίσνα, ο οποίος στην αρχή παρουσιάζεται σαν θνητός, αλλά αργότερα αποκαλύπτει την πραγματική του φύση. Στο έργο γίνεται συστηματική αναφορά στην πρακτική των θυσιών που αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο της ινδικής θρησκευτικής παράδοσης, στης οποίας τα πλαίσια, το έργο τοποθετεί και τη Γιόγκα, μέθοδο για την προσέγγιση της πραγματικότητας, που η «Βαγκαβαντγκίτα» ταυτίζει με την απόλυτη αρχή του σύμπαντος το αποκαλούμενο «Βράχμαν». Υπεράνω του «Βράχμαν», κατά το έργο, βρίσκεται το Θείο, το Απόλυτο, που μπορεί να κάνει αισθητή την παρουσία του με όποιο τρόπο αυτό θελήσει. Προς το τέλος το έργο παίρνει φιλοσοφικό χαρακτήρα και πραγματεύεται κυρίως τη θεωρία της γνώσης και τις ιδιότητες της φύσης. Ο διάλογος μεταξύ του πρίγκιπα Αρτζούνα και του Κρίσνα καθορίζεται από το θεό, ο οποίος έτσι προσφέρει στο θνητό συνομιλητή του την θεία έκλαμψη και τον κάνει να δεχτεί να δώσει την τελική μάχη, που θα φέρει τον θρίαμβο στη φυλή των Παντάβας.
4. Βέδα ή Βέδες: Συλλογή από τα αρχαιότερα ιερά βιβλία του Ινδουϊσμού και ταυτόχρονα τα αρχαιότερα σε ολοκληρωμένη μορφή σωζόμενα κείμενα της οικογένειας των ινδο – ευρωπαϊκών γλωσσών. Το όνομα Βέδα δηλώνει τη γνώση και προέρχεται από την ρίζα vid-, από την οποία παράγονται το ελληνικό ειδέναι = γνωρίζω και το λατινικό videre = βλέπω και το γερμανικό Wissen = γνώση. Τα βιβλία που την αποτελούν θεωρούνται από τους Ινδουϊστές θεόσταλτα και περιλαμβάνουν ύμνους και ωδές, διατάξεις που ρυθμίζουν τις τελετές και τις θυσίες, λυρικές προσευχές, μαγικούς τύπους και επωδούς. Αυτά τα βιβλία αρχικά μεταδίδονταν από γενιά σε γενιά προφορικά και αργότερα καταγράφτηκαν. Η συλλογή χωρίζεται σε τέσσερα τμήματα, που το καθένα διαδόθηκε από διαφορετική σχολή του Ινδουϊσμού: «Ριγκ – Βέδα», «Γιατζούρ - Βέδα», «Σάμα - Βέδα» και «Αθάρβα - Βέδα». Υπάρχουν διαφορές απόψεων ως προς την χρονολόγησή τους. Η επικρατούσα για την «Ριγκ – Βέδα» είναι ότι αυτή ανήκει στο 1000 π.Χ. αν και μερικοί από τους ύμνους της φαίνεται πως υπήρχαν ήδη από το 1500 π.Χ. Τα βεδικά κείμενα είναι βέβαια θρησκευτικού περιεχομένου, φωτίζουν όμως ταυτόχρονα, εκτός από την ιστορία της θρησκείας, και τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτιστικές σχέσεις των λαών της Ινδικής χερσονήσου της παλιότερης εποχής, χωρίς βέβαια να παρέχουν ακριβή χρονολογικά στοιχεία. Πρόκειται κυρίως για τις φυλές των Αρίων, πολεμικών φυλών από το Ιράν, που εισέβαλαν στην ΒΔ Ινδία γύρω στο1500 π.Χ. και προχώρησαν προς τα ανατολικά και τα νότια.
Από τα τέσσερα τμήματα της συλλογής η «Ριγκ – Βέδα» είναι η αρχαιότερη και η σπουδαιότερη σε θρησκευτική σημασία και περιέχει 1.028 ύμνους (Σούκτα), συνολικά 10.562 στροφές, που αποτελούν 10 βιβλία (Μαντάλα). Οι ύμνοι έχουν ποικίλη έκταση, ο πιο σύντομος, ο πιο εκτεταμένος πενήντα οκτώ. Πρόκειται βέβαια για συνθέσεις διαφορετικών εποχών, που περιέχουν εγκώμια στους θεούς, προσευχές, κατάρες και μυθικές διηγήσεις. Σ’ αυτές γίνονται επικλήσεις σε πολλούς θεούς, οι σπουδαιότεροι όμως από αυτούς είναι ο Ίντρα ο βασιλιάς των θεών και ο Αγκνί ο θεός της φωτιάς. Πολλοί ύμνοι περιέχουν λυρικές περιγραφές για το άναμμα της φωτιάς, τις προσφορές, την προετοιμασία και τη σπονδή (Σόμα). Λίγοι ύμνοι περιλαμβάνουν ιστορικές περιγραφές, μυθικά θέματα και πολύ λίγο κοσμογονικές και εσχατολογικές διδασκαλίες. Ιεραρχία σε ορισμένο πάνθεο δεν υπάρχει. Οι θεότητες παρουσιάζονται να επηρεάζονται από τις προσευχές και τις θυσίες των ανθρώπων και σε αντάλλαγμα να προσφέρουν πλούτο, περιουσία σε ζώα και τύχη στον πόλεμο, ενώ η αμαρτία θεωρείται ως δεσμός, που καταργείται με τον τελετουργικό καθαρμό. Κατά τον ύμνο 10,90 η δημιουργία του κόσμου είναι αποτέλεσμα θυσίας και διαμελισμού ενός αρχέγονου ανθρώπου (Πουρούσα), που από τα μέλη του δημιουργήθηκε το σύμπαν. Αυτός ο ύμνος αντιπροσωπεύει το κοινωνικό πρότυπο των τεσσάρων τάξεων (Βάρνα), αφού κατά την περιγραφή του, οι Βραχμάνες – οι ιερείς του Ινδουϊσμού – προέρχονται από το στόμα του διαμελισμένου, οι Ξατρίες, η βασιλική και στρατιωτική τάξη, από τα χέρια του, οι Βαϊσίες, έμποροι, από τους μηρούς του και οι Σούντρες, κατώτερη τάξη, από τα πόδια του.
Η «Γιατζούρ - Βέδα» αποτελείται από 5 τμήματα, από τα οποία τα 4 πρώτα χαρακτηρίζονται ως μαύρη «Γιατζούρ - Βέδα» και το πέμπτο ως λευκή «Γιατζούρ - Βέδα». Η μαύρη περιλαμβάνει πεζά ερμηνευτικά κείμενα και η λευκή, μεταγενέστερη από τη μαύρη, λατρευτικούς τύπους και προσευχές. Το ιδιαίτερο στοιχείο της είναι οι τύποι θυσιών (Γιατζούρ).
Η «Σάμα - Βέδα» αποτελείται από τρία έμμετρα βιβλία, και τέσσερις συλλογές ασμάτων. Το περιεχόμενό της είναι σε μεγάλο μέρος παρμένο από την «Ριγκ – Βέδα», έχει μελωδία αρκετά πρωτόγονη και αναφέρεται σε διατάξεις που ρυθμίζουν τις τελετές και τις θυσίες. Η «Ριγκ – Βέδα», η «Γιατζούρ - Βέδα» και η «Σάμα - Βέδα» αποτελούν ενότητα, γνωστή ως «Τριβέδα», την οποία κάθε Βραχμάνος θα πρέπει να κατέχει καλά.
Η «Αθάρβα - Βέδα», το τέταρτο τμήμα, είναι γραμμένη σε πεζό λόγο, αποτελείται από 20 βιβλία, περιλαμβάνει μαγικούς τύπους και επωδές και διασώθηκε σε δυο τύπους, τη «Σαουνάκα», που είναι η πιο πλατιά διαδεδομένη, και την «Παιπαλάντα», την οποία ακολουθούν σήμερα μόνο μερικές οικογένειες στην Ορίσα, ένα ομόσπονδο κράτος στην ανατολική Ινδία. Επίσης περιέχει κοσμογονικές διδασκαλίες, που όμως δεν βρίσκονται στο επίπεδο της «Ριγκ – Βέδα». Έτσι σε έναν ύμνο της ο χρόνος (κάλα) θεωρείται η αρχή όλων των πραγμάτων, ενώ στο βιβλίο των ύμνων «Ροχίτα», ο Ροχίτα = κόκκινος δηλ. ο ήλιος, εξυμνείται ως αρχή του κόσμου.
5. Βεδάντα: Ο τίτλος του βιβλίου αυτού σημαίνει «Το τέλος της “ Βέδας”». Είναι μια συλλογή από 108 Ινδουϊστικά, μικρά θρησκευτικά και φιλοσοφικά κείμενα, που ανήκουν στις παλαιότερες «Ουπανισάδες» λέξη που σημαίνει μυστικές συνεδριάσεις και είναι κάτι αντίστοιχο με την Καινή Διαθήκη του Χριστιανισμού.
Όταν οι Βραχμάνες, οι ιερείς του Ινδουϊσμού, οδήγησαν την Βεδική θρησκεία σε άκρατο τελετουργισμό, η θρησκεία κατάντησε μια τεχνική, που ενδιέφερε μόνο την τάξη των ιερέων και δεν μπορούσε να ικανοποιήσει ούτε τις ανάγκες του απλού λαού, που αναζητούσε μια πίστη και μια παρηγοριά, ούτε τις ανάγκες των μορφωμένων, που ερευνούσαν για την αρχή των πραγμάτων και για την ουσία της ζωής. Έτσι οι ανώτερες τάξεις όχι μόνο αρνήθηκαν την νεκρή τελετουργία, αλλά δημιούργησαν μια πνευματική κίνηση, που βρήκε την έκφρασή της στις «Ουπανισάδες».
Η «Βεδάντα» είναι γραμμένη σε πεζό λόγο και διανθισμένη με διδακτικές και κατά περίπτωση λυρικές στροφές. Τα αρχαιότερα, μεγαλύτερα και σημαντικότερα κείμενά της είναι η «Μπριχανταρανυάκα Ουπανισάδα» και η «Τσαντόγκια Ουπανισάδα». Τα κείμενα αυτά αναφέρονται στα προβλήματα του «Είναι» και του «μη Είναι» δηλαδή της ύπαρξης ή της μη ύπαρξης, και ειδικότερα παρουσιάζουν το Άτμαν, την ψυχή τρόπο τινά του Ινδουϊσμού, του κάθε ατόμου όχι ως θνητό εγώ, αλλά ως μυστική παρουσία πάνω από τον τόπο και τον χρόνο, πέρα από κάθε πάθος και ενιαίο, παρόλο που αυτό υπάρχει σε όλα, ταυτιζόμενο έτσι με το Βράχμαν, δηλαδή την εσχάτη αρχή του σύμπαντος. Για πρώτη φορά με την «Βεδάντα», η σωτηρία δεν προκύπτει από την τελετουργική πράξη, αλλά από τη γνώση. Το πρόβλημα που τίθεται εδώ είναι να βρεθεί η εξήγηση, του πως προκύπτει η ανθρώπινη και κοσμική δυαδικότητα μεταξύ του «Είναι» και του «Γίγνεσθαι», χρόνου και αιωνιότητας, Άτμαν (εδώ το Άτμαν εκλαμβάνεται ως η «παγκόσμια ψυχή») και πραγμάτων. Ήδη σε μερικές «Ουπανισάδες» αυτή η διαδικασία συσχετίζεται από τη μία με το Κάρμα, δηλαδή τις πράξεις που έκανε εν ζωή το άτομο και του προσέδωσε ανάλογα θετική ενέργεια ή αρνητική ενέργεια, και από την άλλη με την Αβίντια, την άγνοια. Έτσι υποστηρίζεται, πως από την άγνοια προκύπτει η πράξη, ότι κάθε πράξη σέρνει μια αλυσίδα από σκέψεις και ενέργειες, ότι μόνο η γνώση μπορεί να οδηγήσει στην απελευθέρωση από τον φθαρτό κόσμο που ζούμε και ότι το Κάρμα, ορίζει πως οι πράξεις της ύπαρξης του κάθε ατόμου προκαθορίζουν αναγκαστικά την νέα ύπαρξη που θα γεννηθεί από την μετενσάρκωση ή μετεμψύχωση. Η βασική θεωρία της «Βεδάντα» είναι μονιστική. Σύμφωνα με αυτή, το μόνο πραγματικό είναι το «Βράχμαν» ή «Άτμαν», που δεν εκφράζεται, ούτε ορίζεται, ενώ ο κόσμος των φαινομένων δηλ. η εξωτερική ύπαρξη (φύση κ.λ.π.) είναι μια πλάνη, μια ψευδαίσθηση, που αποκαλείται «Μάγια».
6. Βραχμάνες: Ιερά κείμενα των Ινδών, τα οποία είναι σχόλια στα άλλα ιερά κείμενα του Ινδουϊσμού τις «Βέδες» και η σύνταξη των «Βραχμάνων» ανάγεται γύρω στο 700 π.Χ. περίπου. Το κύριο περιεχόμενό τους είναι η ερμηνεία των τρόπων της θυσίας, της σημασίας τους και της σχέσης της κάθε μιας θυσίας με τα κοσμικά, φυσικά και άλλα στοιχεία και φαινόμενα.
Στο κλάδο του Ινδουϊσμού που εκπροσωπείται από τη Βεδική θρησκεία η καθαρή τελετουργία κερδίζει βαθμιαία, ολοένα και μεγαλύτερη σημασία. Έτσι στους ύμνους της «Σάμα - Βέδας» και της «Γιατζούρ - Βέδας» η πράξη της θυσίας βρίσκεται στο κέντρο βάρους της θρησκευτικότητας που εκδηλώνει ο πιστός, ενώ η θεότητα, στην οποία η θυσία αναφέρεται περνάει σε δεύτερη θέση. Αυτή η υποχώρηση της θεότητας σε σχέση με τη τελετουργία βρίσκει το απόλυτό της στις «Βραχμάνες». Οι κανόνες (βίντι) και οι επεξηγήσεις τους (αρθαβάντα) έχουν προκύψει από τις συζητήσεις των βεδικών σχολών. Πολλές φορές μάλιστα συμπλέκονται τα κείμενα των «Βεδών» με αυτά των «Βραχμάνων». Λόγου χάρη η «Σάμα - Βέδα» περιέχει δύο «Βραχμάνες» ή στη λευκή «Γιατζούρ - Βέδα» ανήκει η «Σαταπάθα – Βραχμάνα».
Οι θεοί στις «Βραχμάνες» είναι οι ίδιοι με τους θεούς της Βεδικής θρησκείας μόνο που κάποιοι από αυτούς αλλάζουν ονόματα και προορισμό όπως π.χ. ο Σίβα καθιερώνεται με το όνομα Ρούντρα κ.λ.π. Η Κοσμογονία βασίζεται στο μύθο του Πρατζαπάτι, της θεότητας δηλαδή που δημιούργησε τον άνθρωπο και ο οποίος μέσω του ασκητισμού (τάπας) απελευθερώνει τον κόσμο. Στις «Βραχμάνες» επίσης γίνεται και το πρώτο βήμα για τη βασική διδασκαλία της μετεμψύχωσης, αφού προβάλλεται για πρώτη φορά η ιδέα πως τα καλά έργα μπορούν να επιδράσουν στη ζωή των καλών και αυτών που είχαν προσφέρει θυσίες, με αποτέλεσμα στο υπερπέραν να βρουν ένα νέο θάνατο, επομένως και μια νέα γέννηση.
Ακόμα οι «Βραχμάνες» αποτελούν την αρχική φάση της ινδικής φιλοσοφίας καθώς και εννοιών οι οποίες αργότερα θα αποκτήσουν μεγάλη σημασία, όπως οι έννοιες ρούπα (μορφή, ορατό) και νάμα (όνομα, αόρατο, εσωτερική ουσία).
7. Γκιταγκοβίντα: Ιερό βιβλίο του Ινδουϊσμού, το εξοχότερο δείγμα θρησκευτικής – ερωτικής ποίησης της Ινδίας, έργο του «θαυματουργού» ποιητή της Βεγγάλης, Τζαγιαντέβα (12ος αιώνας μ.Χ.). Σ’ αυτό περιγράφεται ο έρωτας της Ράντα και του θεού Κρίσνα, η μεταξύ τους ζηλοτυπία, ο χωρισμός τους και η επανένωσή τους. Η Ράντα ήταν η πιο αγαπημένη από τις ερωμένες – συζύγους του Κρίσνα. Του αποδίδεται και μυστικό νόημα, καθώς η Ράντα συμβολίζει την ψυχή, που θέλγεται από το θεό.
8. Μαχαβαράτα: Το ένα από τα δύο μεγαλύτερα εθνικά έπη της Ινδίας – το άλλο είναι η Ραμαγιάνα -, που είναι η βασική πηγή για τη γνώση του Ινδουϊσμού. Ασχολείται με τη διαμάχη του μυθικού γένους των Καουράβας με το άλλο μυθικό γένος των Παντάβας. Περιέχει επίσης τεράστιο υλικό από μυθικές, κοσμολογικές, ηθικές και φιλοσοφικές παραδόσεις του Ινδουϊσμού. Αποδίδεται στον αοιδό Βυάσα, που θεωρείται πως κωδικοποίησε και τα άλλα ιερά βιβλία του Ινδουϊσμού, τις «Βέδες» και τις «Πουράνας». Αποτελείται από 100.000 τα αποκαλούμενα «σλόκας» και διαιρείται σε 18 βιβλία. Συγκρινόμενο με τα θαυμαστά έπη του Ομήρου την «Ιλιάδα» και την «Οδύσσεια» πρέπει η «Μαχαβαράτα» να είναι περίπου δεκαπλάσια. Η θρησκευτική του σημασία είναι πολύ μεγάλη για τους πιστούς του Ινδουϊσμού και αυτό φαίνεται και από την εξής πρόταση που περιέχεται στην αρχή του: «Όποιος ακούσει αυτό το άσμα, λυτρώνεται από κάθε αμάρτημα που έκανε με τον λόγο του, την πράξη του ή το μυαλό του».
9. Ουπανισάδες: Σημαίνουν «μυστικές συνεδριάσεις» και είναι Ινδουϊστικά ιερά κείμενα που ως υπομνήματα και συμπληρώσεις στις «Βέδες» συνεχίζουν τις συλλογές «Αρανυάκας» και «Βραχμάνες». Πρόκειται για κείμενα διαφόρων εποχών και αποτελούν την κύρια πηγή του Βραχμανισμού. Η σχέση τους απέναντι στις «Βέδες» είναι κατ’ αντιστοιχία κάτι ανάλογο με τη σχέση της Καινής Διαθήκης απέναντι στην Παλιά. Οι «Ουπανισάδες» τονίζουν την ενότητα του Άτμαν και του Βράχμαν και χαρακτηρίζονται από το γεγονός πως στα θρησκευτικά πράγματα δίνουν προτεραιότητα στη γνώση έναντι οτιδήποτε άλλου.
10. Πουράνας: Η λέξη σημαίνει «αρχαίες διηγήσεις». Είναι ιερά βιβλία του Ινδουϊσμού, ανάλογα με τις «Βέδες» του Βεδισμού και του Βραχμανισμού. Υπάρχουν 18 διαφορετικές Πουράνες, από τις οποίες σπουδαιότερες θεωρούνται η Πουράνα του Βαγκαβάτ και η Πουράνα του θεού Βίσνου. Η σύνταξη αυτών των διαφόρων ιερών βιβλίων χρονολογείται από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, ωστόσο είναι αυτονόητο πως μεγάλο μέρος του υλικού τους ανάγεται σε παλιότερες εποχές. Σύμφωνα με παλιό ορισμό, κάθε Πουράνα πρέπει να πραγματεύεται τα εξής 5 θέματα: 1. Τη Δημιουργία 2. Την Αναδημιουργία, δηλαδή την περιοδική καταστροφή και ανανέωση των κόσμων 3. Τη γενεαλογία των θεών 4. Τις εποχές του Μάνου, δηλαδή τις μεγάλες περιόδους, που καθεμιά τους ορίζεται από ένα νέο γενάρχη του ανθρώπινου γένους 5.Την ιστορία των γενών, δηλαδή των παλιότερων και των νεότερων βασιλικών οικογενειών, που η αρχή τους ανάγεται στον Ήλιο και τη Σελήνη. Σ’ αυτό το πλαίσιο ενυφαίνεται το ποικίλο μυθικό, διδακτικό τελετουργικό, υμνογραφικό κ.λ.π. υλικό της παράδοσης του Ινδουϊσμού.
11. Ραμάγιανα: Το σημαντικότερο, μετά τη «Μαχαβαράτα», εθνικό έπος των Ινδών και ταυτόχρονα Ιερό βιβλίο του Ινδουϊσμού. Η επίδρασή του στη σκέψη και το πνεύμα ιδιαίτερα της Βόρειας Ινδίας έχει παρατηρηθεί και επισημανθεί από τους ειδικούς πως ξεπερνάει και αυτό ακόμα της Βίβλου στο πνεύμα της Δύσης. Το έργο εκθέτει τους αγώνες του θεού Ράμα, ο οποίος πιστευόταν πως ήταν η 7η ενσάρκωση του θεού Βίσνου, εναντίον του αρχηγού των δαιμόνων Ράξας, τον Ραβάνα. Αποτελείται από 24.000 δίστιχα (σλόκας), έχει δηλαδή υπερδιπλάσια έκταση από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια μαζί. Αποδίδεται στον Βαλνίκι, «τον πρώτο επώνυμο ποιητή των Ινδών», και θεωρείται πως έχει γραφτεί ανάμεσα στον 4ο και στον 3ο αιώνα π.Χ.
12. Σούτρες: Το τρίτο στρώμα της θρησκευτικής λογοτεχνίας των αρχαίων Ινδών, ύστερα από τις «Βέδες» και τις «Βραχμάνες». Πρόκειται για τελετουργικά τυπικά, γραμμένα σε πεζό λόγο και στο ύφος του αφορισμού και προορισμένα να απομνημονεύονται από τους μαθητές. Διακρίνονται σε Σραούτα – Σούτρες, που αναφέρονται στις μεγάλες θυσιαστικές τελετές, σε Γκρύγια – Σούτρες, που πραγματεύονται τους κανονισμούς τελετουργιών που γίνονται στο σπίτι, κατά τη γέννηση, το γάμο, το θάνατο κ.λ.π. και σε Ντάρμα – Σούτρες που κανονίζουν τα σχετικά καθήκοντα σε κάθε περίπτωση.
13. Τάντρας: Ινδικές πραγματείες που ενέπνευσε το ρεύμα του Ταντρισμού, μία από τις αρχαιότερες τάσεις της ινδικής θρησκευτικότητας. Κατά την Ινδουϊστική παράδοση, οι Τάντρας είναι διδακτικές συνομιλίες του θεού Σίβα με τη σύζυγό του Ντέβι, ενώ κατά την βουδιστική παράδοση είναι διαλογισμοί του Βούδα ως ιστορικού προσώπου. Τα κείμενα αυτά παρουσιάζουν ασάφειες στην διατύπωση και στους συμβολισμούς, με πολλές ελλειπτικές προτάσεις, οι οποίες έγιναν επίτηδες, με απώτερο σκοπό να μην είναι χρήσιμα στον αμύητο. Οι Τάντρας είναι συνήθως ανώνυμες, αλλά οι συνόψεις τους και τα ερμηνευτικά υπομνήματα σ’ αυτές είναι έργα επώνυμων συγγραφέων. Υπάρχουν ακόμα και ταντρικές «Ουπανισάδες» άλλα δηλαδή Ινδουϊστικά ιερά κείμενα, ύμνοι και λατρευτικά τυπικά.
1. Εβραϊκή Βίβλος (Παλαιά Διαθήκη): Είναι μια συλλογή από ιερά βιβλία. Η συγκρότηση της συλλογής αυτής που είναι ένα είδος καταλόγου και ονομάζεται «κανόνας» ακολούθησε μια μακρόχρονη και πολύπλοκη πορεία που δεν είναι σε όλες της τις φάσεις γνωστή. Παρότι αρκετά βιβλία της Εβραϊκής Βίβλου, αποτελούν προϊόν συλλογής κειμένων, όπως λόγου χάρη το βιβλίο των «Ψαλμών» που είναι μια συλλογή ύμνων, προσευχών και άλλων ποιημάτων, οι απαρχές της συγκρότησης του «κανόνα» θα πρέπει να τοποθετηθεί τον 5ο αιώνα π.Χ., όπου ο ιερέας και γραμματέας της Ιουδαϊκής κοινότητας, η οποία μόλις είχε συγκροτηθεί μετά από την αιχμαλωσία της Βαβυλώνας, διαμορφώνει την συλλογή των βιβλίων του «Νόμου» (εβραϊκά Τορά) τη γνωστή ως «Πεντάτευχο». Παράλληλα με το «Νόμο» άρχισαν να αποκτούν κανονική ισχύ και συλλογές λόγων των προφητών ή έργων που αναφέρονταν στην δράση τους ή αποδίδονταν σ’ αυτούς, καθώς επίσης και ποιητικές συλλογές ή έργα που περιείχαν σοφά λόγια και ρήσεις κ.λ.π. Μάλιστα όπως μαρτυρεί ο πρόλογος της ελληνικής μετάφρασης ενός βιβλίου της Εβραϊκής Βίβλου, η «Σοφία Σειράχ», ήδη κατά τον 2οαιώνα π.Χ. είχε συγκροτηθεί μια συλλογή από ιερά κείμενα του Ιουδαϊσμού, που περιλάμβανε τρεις ομάδες βιβλίων: «Νόμος», «Προφήτες» και «Πάτρια» ή «Λοιπά Βιβλία». Ιδού και η αναφορά: «Γι’ αυτό και ο παππούς μου, ο Ιησούς, ασχολήθηκε πάνω από όλα με τη μελέτη του νόμου, των προφητών και των άλλων πάτριων βιβλίων και εξοικειώθηκε με αυτά». Την ύπαρξη μιας ανάλογης συλλογής με τριμερή διαίρεση «Νόμος», «Προφήτες» και «Ψαλμοί»υπαινίσσεται και το δεύτερο ιερό βιβλίο του Χριστιανισμού, η Καινή Διαθήκη, στο Κατά Λουκά Ευαγγέλιο: «Αυτά εννοούσα με τα λόγια που σας έλεγα όταν ήμουν ακόμη μαζί σας, πως δηλαδή πρέπει να εκπληρωθούν όλα όσα είναι γραμμένα για μένα στο νόμο του Μωϋσή, στους προφήτες και τουςΨαλμούς» Λουκ. 24:44. Τελικά ο «κανόνας» της Εβραϊκής Βίβλου παίρνει την οριστική μορφή του το 90 μ.Χ. σε μια ραβινική σύνοδο στην πόλη Ιάμνεια της Παλαιστίνης. Ο «κανόνας» αυτός περιλαμβάνει 39 βιβλία που διαιρούνται σε 3 ομάδες: «Νόμος», «Προφήτες» και «Αγιόγραφα». Η γλώσσα στην οποία γράφτηκαν τα βιβλία της Εβραϊκής Βίβλου είναι η Εβραϊκή, εκτός από ορισμένα τμήματα των βιβλίων Δανιήλ και Έσδρας που είναι γραμμένα στα αραμαϊκά, την γλώσσα η οποία μετά τον 5ο αιώνα π.Χ. έγινε η καθομιλουμένη στο χώρο της Παλαιστίνης. Από τον 3ο αιώνα π.Χ., επειδή πολλοί Ιουδαίοι που ζούσαν εκτός της Παλαιστίνης και ιδιαίτερα στην Αλεξάνδρεια όπου υπήρχε μεγάλη και ακμάζουσα Εβραϊκή κοινότητα, είχαν λησμονήσει την μητρική τους γλώσσα, αρχίζει μια προσπάθεια μετάφρασης των βιβλίων της Εβραϊκής Βίβλου στα Ελληνικά, την διεθνή γλώσσα εκείνης της εποχής, που είναι γνωστή με την επωνυμία «μετάφραση των Εβδομήκοντα» ή «Ο΄», επειδή κατά την παράδοση την μετάφραση την ανέλαβαν να φέρουν εις πέρας 72 (λόγω στρογγυλοποίησης του αποκαλούμε Εβδομήκοντα) σοφοί Ιουδαίοι που γνώριζαν την Ελληνική. Ακολουθεί ο πίνακας με τα βιβλία της Εβραϊκής Βίβλου, πως αποκαλούνται στα Εβραϊκά και δίπλα πως μας είναι γνωστά σε εμάς:
Η Εβραϊκή Βίβλος
2. Ταλμούδ: Η λέξη σημαίνει διδασκαλία, σπουδή, σοφία. Είναι η προφορική παράδοση του Ιουδαϊσμού η οποία καταγράφηκε μεταξύ του 5ου αιώνα π.Χ. και 6ου αιώνα μ.Χ. και περιέχει διδασκαλίες, συζητήσεις, γνώμες και σχολιασμούς του Νόμου και των Προφητών της Παλαιάς Διαθήκης, σοφιολογικές παροιμίες, ανέκδοτα και επιστημονικές πραγματείες. Για το λόγο αυτό έχει μεγάλη σημασία και αξία και θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως είδος γενικής ιουδαϊκής γραμματολογίας.
Το «Ταλμούδ» έχει δυο μορφές, την ιεροσολυμιτική ή παλαιστινή και τη βαβυλωνιακή. Το ιεροσολυμιτικό ή παλαιστινό «Ταλμούδ» είναι το αρχαιότερο, περιλαμβάνει την παράδοση των Ιουδαίων της Παλαιστίνης και γράφτηκε τον 4ο αιώνα μ.Χ. στην Καισάρεια της Παλαιστίνης σε γλώσσα δυτική αραμαϊκή. Αυτό είναι κατά 2/3 συντομότερο του βαβυλωνιακού, επειδή χάθηκε το μεγαλύτερο μέρος του και σώζεται σε αποσπασματική μορφή. Το βαβυλωνιακό «Ταλμούδ», νεότερο και εκτενέστερο, περιέχει την παράδοση του Ιουδαϊσμού της Βαβυλώνας, ολοκληρώθηκε τον 6ο αιώνα μ.Χ., γράφτηκε σε γλώσσα ανατολική αραμαϊκή και θεωρείται από τον ορθόδοξο Ιουδαϊσμό ως ο γνώμονας που ρυθμίζει στην πράξη την καθημερινή ζωή των Ιουδαίων.
Το πρώτο και αρχαιότερο μέρος του «Ταλμούδ» είναι η «Μισνά» δηλαδή η επανάληψη και ερμηνεία του Νόμου, η οποία περιλαμβάνει 63 πραγματείες, ολοκληρώθηκε στο τέλος του 2ου και στην αρχή του 3ου αιώνα μ.Χ., είναι γραμμένη στην μεταβιβλική εβραϊκή γλώσσα, αλλιώς μισναϊκή, η οποία διαφέρει πολύ από τη βιβλική στη σύνταξη και το λεξιλόγιο, και χρησιμοποιεί πολλές αραμαϊκές, ελληνικές και λατινικές λέξεις. Η «Τοσεφτά» αποτελεί συμπλήρωση της «Μισνά», με διάφορες διατάξεις που προστέθηκαν αργότερα στο αρχικό σώμα. Επέκταση και ερμηνεία της «Μισνά» αποτελεί η «Γκεμαρά» ως το δεύτερο και μεταγενέστερο μέρος του «Ταλμούδ». Αυτή επεξεργάζεται και διασαφηνίζει δυσνόητα χωρία της «Μισνά» και παραθέτει πάνω σ’ αυτά νομικές συζητήσεις διαπρεπών Ραβίνων δασκάλων δηλαδή του Ιουδαϊσμού, κανόνες ηθικής και θρησκευτικής ζωής, προσευχές και σοφιολογικά αποφθέγματα.
Τώρα όσον αφορά την κατανόηση του «Ταλμούδ» αυτή επιτυγχάνεται μέσα από τις ερμηνευτικές μεθόδους της «Χαλαλά» και «Χαγκαδά». Η «Χαλαλά» έχει νομικό χαρακτήρα και διευκρινίζει νομικές διατάξεις. Η «Χαγκαδά» έχει εποικοδομητικό χαρακτήρα και αποσκοπεί στην ιστορική θρησκευτική και ηθική εξήγηση του «Ταλμούδ». Ωστόσο οι περιεχόμενες στην «Χαγκαδά» ιστορικές πληροφορίες δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένες. Τέλος αξίζει να λεχθεί και αυτό πως η «Χαγκαδά» εκτός από τα θρησκευτικά θέματα περιέχει και μεταφυσικές αναζητήσεις, οράματα για το μέλλον, Γεωμετρία, Ιατρική, Αστρονομία, Φυσική, Βοτανική κ.λ.π.
1. Κοράνι: Το Κοράνι (al–Qur’an) είναι το ιερό βιβλίο του Ισλάμ. Η αραβική λέξη «κουράν» προέρχεται από το σημιτικό ρήμα qara’a και σημαίνει ανάγνωση, αναγγελία, κήρυγμα. Μέχρι το θάνατο του Μωάμεθ 632 μ.Χ. δεν φαίνεται να υπήρξε κάποια γραπτή εκδοχή των αποκαλύψεων που ο Μωάμεθ ισχυρίζεται πως δέχτηκε από το Θεό/Αλλάχ. Σύμφωνα με την ισλαμική παράδοση ο διάδοχος του Μωάμεθ, Αμπού Μπακρ 632 – 634 μ.Χ. έκανε μια απόπειρα περισυλλογής και συστηματοποίησης των αποκαλύψεων αυτών. Όμως επειδή κυκλοφορούσαν διάφορες εκδοχές των αποκαλύψεων αυτών, ο τρίτος Χαλίφης ο Οθμάν 644 – 656 διαμόρφωσε – μέσω μιας επιτροπής – το κείμενο του Κορανίου το οποίο αναγνωρίστηκε ως αυθεντικό και δόθηκε η εντολή να καταστραφεί κάθε άλλη γραφή ή παραλλαγή.
Και δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά αφού το γήινο Κοράνι θεωρείται πιστό αντίγραφο του ουρανίου το οποίο βρίσκεται συνεχώς μαζί με το Θεό/Αλλάχ. Συνεπώς, δεν ήταν δυνατόν να υπάρχουν στον ουρανό πάνω από ένα Κοράνι. Βέβαια η ιδέα που διατύπωσε ο Μωάμεθ περί ουρανίου Κορανίου στο «Αντίθετα αυτό είναι ένα Δοξασμένο Κοράνιο, (που έχει γραφεί) σε πίνακα καλά Προφυλαγμένο, (από τη μετατροπή και τη φθορά)» Κοράνι 85:21 – 22 κάθε άλλο παρά πρωτότυπη είναι.
Υπάρχει στην Ιουδαιοχριστιανική αποκαλυπτική Γραμματεία.
Συγκεκριμένα στο Ιουδαϊκό απόκρυφο βιβλίο των «Ιωβηλαίων» όπου διηγείται την ιστορία της Γενέσεως έως της Εξόδου κεφάλαιο 12. Η ιστορία λοιπόν αυτή δίδεται υπό μορφή αποκάλυψης του Θεού εις τον Μωϋσή η οποία στηρίζεται σε πηγή που είναι γραμμένη «σε ουράνιες πλάκες» στο «Και δια το λόγο αυτό εγράφη η εντολή επί των ουρανίων πλακών εν σχέσει προς την γεννώσαν» Ιωβηλαία 3:10, αλλά και στα 3:31, 4:5 κ.ο.κ. Όσον αφορά το Χριστιανισμό είναι το απόκρυφο βιβλίο «Ο Ποιμήν του Ερμά» το οποίο ισχυρίζεται πως το συγκεκριμένο βιβλίο δίδεται ως αντίγραφο θείου τινός πρωτοτύπου βιβλιαρίου, Όρασις 2:1.
Αλλά και η αποκάλυψις του Κορανίου από τον αρχάγγελο Γαβριήλ εις τον Μωάμεθ «(ότι) αυτό (το Κοράνιο) είναι πραγματικά ο λόγος ενός τιμημένου Αγγελιαφόρου (Γαβριήλ), του προικισμένου με Δύναμη και θέση τιμημένη στον Κύριο του Θρόνου, με εξουσία υπακούοντας εκεί (και) άξιος εμπιστοσύνης στην μεταφορά της έμπνευσης. Και (Ω! Λαέ!), ο Σύντροφός σας (ο Μουχάμμεντ) δεν είναι τρελός. Και - χωρίς αμφιβολία - (ο Μουχάμμεντ) τον είδε (τον Γαβριήλ) στον καθαρό ορίζοντα.»Κοράνι 81:19 – 23 υπάρχει παρομοίως επί των «Ιωβηλαίων» τα οποία αποκαλύπτουν, πως άγγελος Κυρίου ελάλησε προς τον Μωϋσή το τι ακριβώς πρέπει να γράψει στην Πεντάτευχο: «Και ο άγγελος του προσώπου ελάλησε προς τον Μωϋσή κατά τον λόγον του Κυρίου, λέγων: Γράψον όλην την ιστορίαν της δημιουργίας…» Ιωβηλαία 2:1. Ωσαύτως και το απόκρυφο βιβλίο του Ενώχ εμφανίζεται ότι γράφτηκε υπό του Ενώχ κατόπιν ουρανίας οπτασίας και ότι του το αποκάλυψαν οι άγγελλοι και μάλιστα ότι το έμαθε από τις ουράνιες πλάκες. Ιδού και η απόδειξις: «Και ο Ενώχ είπε: “Περί των τέκνων της δικαιοσύνης και περί των εκλεκτών του κόσμου και περί του φυτού της ευθύτητος θα λαλήσω αυτά τα πράγματα, μάλιστα εγώ ο Ενώχ θα κάμω γνωστά εις σας, υιοί μου, συμφώνως προς ό,τι ενεφανίσθη εις εμέ εν τη ουρανίω οπτασία, το οποίον εγνώρισα δια του λόγου των αγίων αγγέλων και έμαθα εκ των ουρανίων πλακών”» Ενώχ 93:2
Έπειτα αν και το κείμενο του Κορανίου υποτίθεται ότι αποτελεί τον ίδιο τον Λόγο του Θεού/Αλλάχ – κάτι απολύτως κατανοητό και σεβαστό εκ μέρους μας για ένα πιστό μουσουλμάνο – παρατηρούμε πως το πρώτο πρόσωπο του κειμένου δεν είναι πάντα ο Θεός/Αλλάχ: κάποιες φορές, όπως στο πρώτο κεφάλαιο, είναι ο πιστός που απευθύνεται στο Θεό/Αλλάχ μέσω προσευχής, άλλες φορές είναι ο προφήτης Μωάμεθ που μιλάει, κεφάλαιο11:2 - 3 και άλλες φορές όπως στο κεφάλαιο 85, δεν είναι σαφές το υποκείμενο. Πολύ περισσότερο βέβαια το Κοράνι δεν μπορεί να είναι ο Λόγος του Θεού/Αλλάχ γιατί δεν είναι δυνατόν ο Θεός/Αλλάχ να μπερδεύει την Μαρία(Παναγία) με την Μαριάμ την αδελφή του Ααρών, Κοράνι 19:27 – 28. Ούτε πάλι είναι δυνατόν ο Θεός/Αλλάχ να ισχυρίζεται πως δημιούργησε τα άστρα – τα οποία είναι βλήματα – για να διώχνουν τους δαίμονες!!: «Κι έχουμε πράγματι στολίσει τον κατώτερο ουρανό (τον χαμηλότερο), με Λαμπτήρες (αστέρια) και τα έχουμε κάνει βλήματα για (να διώχνουν μακριά) τους Δαίμονες, που γι' αυτούς έχουμε ετοιμάσει τα βασανιστήρια της φλογερής Φωτιάς.» 67:5
Σε ότι αφορά το περιεχόμενο και τη δομή του κειμένου του Κορανίου, τον αναγνώστη που έχει εθιστεί στην ανάγνωση της Αγίας Γραφής τον περιμένει μία μεγάλη έκπληξη. Γιατί το κείμενο του Κορανίου χαρακτηρίζεται από μια ετερογένεια και έλλειψη χρονολογικής αλληλουχίας των γεγονότων που περιγράφονται, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει εσωτερική δομή. Άλλωστε τα πρώτα κεφάλαιά του αναφέρονται σε αποκαλύψεις που έγιναν εκ των υστέρων στη πόλη Μεδίνα και τα τελευταία σε αποκαλύψεις που έγιναν εκ των προτέρων στη πόλη της Μέκκας. Έτσι το Κοράνι περιλαμβάνει κομμάτια προφητικά, που αναγγέλλουν το τέλος του κόσμου, την ημέρα της κρίσης, απειλώντας τους άθεους, τους άπιστους και τους υποκριτές με τα χειρότερα βασανιστήρια ή αντίθετα υποσχόμενα στους πιστούς ανταμοιβή από τον Θεό/Αλλάχ και ακολουθούν μετά πιο αφηγηματικά κομμάτια, τα οποία έχουν δανειστεί στοιχεία από τον Ιουδαϊσμό και τον Χριστιανισμό. Τέλος το σύνολο συμπληρώνεται από ορισμένα εδάφια, σχετικά λίγα – κάτω από το 10% - που μπορούν να θεωρηθούν κανονιστικά, τα οποία επιβάλλουν κατά συνέπεια ένα δίκαιο. Ας φέρουμε παράδειγμα το κεφάλαιο 3. Μιλάει για την Παναγία, την μάχη του Μπαντρ, την συγχώρεση των αμαρτιών, για τον Παράδεισο και τα ποτάμια που τον διασχίζουν, τον Ιησού, για τους φιλάργυρους, για όσους πεθαίνουν στη μάχη και πολλά άλλα.
Το Κοράνι που αποκαλείται και Βιβλίο χωρίζεται σε 114 κεφάλαια(σούρατ), που με τη σειρά τους χωρίζονται σε εδάφια(αγιάτ). Η κάθε σούρατ φέρει και τίτλο όπως Η Αγελάδα, Τα Κοπάδια, Η Μέλισσα, Ο Ύψιστος κ.λ.π.
2. Χαντίθ: Η θρησκευτική παράδοση του Ισλάμ που συμπληρώνει το Κοράνι και θεωρείται η δεύτερη μετά από αυτό πηγή του. Βγαίνει από την αραβική λέξη hadit που σημαίνει αναγγελία και χρησιμοποιείται με την έννοια της αναγγελίας ρητών ή τρόπου αντιμετώπισης από τον Μωάμεθ πρακτικών θεμάτων της θρησκείας.
Η «Χαντίθ» άρχισε να δημιουργείται από τη στιγμή που μετά το θάνατο του Μωάμεθ, οι πιστοί θέλησαν να ανατρέξουν σε γραπτές ή προφορικές πληροφορίες σχετικά με το πώς είχε αντιμετωπίσει αυτός διάφορα συγκεκριμένα προβλήματα, τι είχε εκφράσει ως συμβουλή ή εντολή, τι θέση πήρε σε διάφορα ερωτήματα και πως έπραξαν οι ακόλουθοί του μετά τις συμβουλές από αυτόν. Επειδή μέχρι το τέλους του 7ου αιώνα μ.Χ. εμφανίστηκαν διάφοροι με σύντομα κείμενα που υποστήριζαν πως είναι του Προφήτη που όμως είχαν αναμίξει προϊσλαμικά ή εξωϊσλαμικά στοιχεία, εμφανίστηκαν ταυτόχρονα κάποιοι που ονομάστηκαν «άντρες της παράδοσης» στα αραβικά ahl al – hadith οι οποίοι ήταν γνώστες των γνήσιων παραδόσεων προφορικών ή γραπτών που δημιούργησαν και τις πρώτες συλλογές.
Παρέμενε όμως το πρόβλημα πως θα ξεχωρίσουν οι γνήσιες παραδόσεις από τις ψεύτικες. Η πρόταση που έκαναν κάποιοι πως κανόνας γνησιότητας να είναι η συμφωνία τους με το Κοράνι ή η συχνή χρήση τους κρίθηκε ανεπαρκής και έτσι όσες θεωρήθηκαν γνήσιες κατατάχτηκαν σε 3 κατηγορίες: 1. Γνήσιες (sahih) 2.Ωραίες (hasan) και όχι τελείως αξιόπιστες 3. Αδύνατες (daif), οι οποίες αντιμετωπίζονται με πολλή περίσκεψη.
Μέχρι το τέλος του 9ου αιώνα μ.Χ. οι «Χαντίθ» ήταν ταξινομημένες με το όνομα του φορέα τους (musnad). Μετά ταξινομήθηκαν κατά θέματα σύμφωνα με τις πρακτικές ανάγκες της ισλαμικής νομολογίας. Η πιο σημαντική συλλογή ονομάζεται as – Sahih (Το ορθό) και έγινε από τον al – Buhari (810 – 870 μ.Χ). Συνολικά είναι 6 συλλογές. Οι άλλες 5 είναι οι εξής: Muslim (817/821 – 875 μ.Χ), Abu – Dawud (817 – 888 μ.Χ), alTirmidhi (892 μ.Χ), Ibn Madja (824 – 886 μ.Χ) και al – Nasa’ i (915 μ.Χ).
Οι 6 αυτές συλλογές θεωρούνται ως κανονικές από το μεγαλύτερο δόγμα του Ισλαμισμού τους Σουνίτες που αποτελούν το 90% των απανταχού Μουσουλμάνων. Το άλλο δόγμα του Ισλαμισμού οι Σιίτες έχουν δική τους «Χαντίθ», θεωρώντας ως γνήσιες όσες αναφέρονται στον Αλή τον γαμπρό του Μωάμεθ και τους οπαδούς του.
1. Κινγκ ή Χινγκ: Όρος που στην κινέζικη γλώσσα σημαίνει το βιβλίο και που χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει μια συλλογή από 5 βιβλία (Wu – King), που για τους Κινέζους αποτελούν κάτι αντίστοιχο με την χριστιανική «Βίβλο». Τα βιβλία αυτής της συλλογής είναι τα ακόλουθα: Ι – Κινγκ (I – King) ή Γι – Κινγκ (Yi –King) που σημαίνει «Βιβλίο των μεταβολών» και ασχολείται με την Κοσμολογία και την Μαντική, Σου – Κινγκ (Schu – King) δηλαδή «Βιβλίο πηγών» και έχει να κάνει με την Ιστορία, Σι – Κινγκ (Schi – King) «Βιβλίο των ωδών» και ασχολείται με την Ποίηση, Λι – Κι (Li – Ki) «Βιβλίο της εθιμοτυπίας» που στους ανατολικούς λαούς παίζει σπουδαίο ρόλο και ειδικά όσον αφορά το Τυπικό των ιεροτελεστιών και το Τσουν – Τσίου (Tsch’un –ts’iu) δηλαδή «Άνοιξη και Φθινόπωρο» που ασχολείται με την Ηθική. Τα έργα αυτά η παράδοση τα έχει αποδώσει σε ένα από τους μεγαλύτερους δασκάλους της Κίνας τον Κουνγκ Φου Τσε, γνωστό στη Δύση ως Κομφούκιο, θεωρούνται όμως μεταγενέστερα, με μεγάλη όμως πιθανότητα να διασώζουν στο περιεχόμενό τους παλαιότερο υλικό.
2. Στσε – σου: Συλλογή από 4 κλασικά βιβλία του Κομφουκιανισμού, τα οποία, όπως και τα βιβλία Βου – Κινγκ, ανήκουν στον κανόνα της Κομφουκιανικής λογοτεχνίας. Η συλλογή Στσε – σου, που περιλαμβάνει βιβλία της μετακομφουκιανικής εποχής, αποτελείται από το Λουν – γκου που περιέχει συνομιλίες του Κομφούκιου με τους μαθητές του και με ηγεμόνες της εποχής του, το Τα – σίο δηλαδή «Μεγάλη διδαχή» και το Κουνγκ – γιουνγκ που σημαίνει «Μέτρο και μεσότητα». Όλα αυτά είναι σύντομα συγγράμματα που αποδίδονται στον εγγονό του Κομφούκιου τον Κουνγκ – Κιχ. Ως τέταρτο βιβλίο αναγνωρίζεται το φιλοσοφικό έργο του Μενγκ – τσε, του γνωστού και με το λατινικό όνομα Mencius (Μένκιος) που έζησε το 372 – 289 π.Χ., ο οποίος υποστήριξε πως μια πολιτεία μπορεί να σταθεί μόνο πάνω σε ηθικές αρχές.
1. Αβέστα: Συλλογή ιερών βιβλίων του Ζωροαστρισμού, του Μασδακισμού, του Μασδαϊσμού, και του Ζενδισμού. Η αντίληψη για την «Αβέστα» στηρίζεται στην κατανόηση του καθενός από τα βιβλία την αποτελούν:
Οι «Γκάθας» δηλαδή οι Ψαλμοί αποδίδονται στον Ζωροάστρη, τον ιδρυτή του Ζωροαστρισμού και υποτίθεται πως ο προφήτης τους έγραφε στα μισά του 7ου αιώνα π.Χ. κάπου στην Κεντρική Ασία, εξ ολοκλήρου τότε κατοικημένη από τα ανατολικά ιρανικά φύλα. Οι «Γκάθας» εκφράζουν την θρησκευτική επανάσταση του Ζωροάστρη κατά του ιρανικού πολυθεϊσμού. Αποτελούν 248 στροφές από 17 κεφάλαια της «Γιάσνα».
Λειτουργικά κείμενα αποτελούν το υπόλοιπο τμήμα της «Γιάσνα» = Λειτουργία. Από τη γλώσσα και το περιεχόμενό της φαίνεται πως οι συγγραφείς της, μεταγενέστεροι του Ζωροάστρη, συνδέονται με τη διατήρηση παλαιοτέρων ιρανικών θεών, τους οποίους ο μεγάλος προφήτης είχε απορρίψει.
Το «Βισπράτ» = όλοι οι διαιτητές, είναι συλλογή ύμνων και επικλήσεων, που το περιεχόμενό τους τονίζει επίσης την αλλοίωση της διδασκαλίας του Ζωροάστρη.
Οι «Γιαστς» = ύμνοι βοηθούν στην ανασύσταση του πολυθεϊστικού ιρανικού υποστρώματος, πιστοποιούν την κοινή ινδοευρωπαϊκή ρίζα της θρησκείας των Ιρανών και Ινδών και βοηθούν στην κατανόηση της διάσπασης της Ζωροαστρικής πίστης και του τέλους της αχαιμενιδικής θρησκείας. Στους«Γιαστς» συγκαταλέγονται και ύμνοι σε ιδιαίτερους θεούς: στην Κυρία των υδάτων, την Αρεντβί Σούρα Ανάχιτα = τη «μεγαλοδύναμη, άμωμη Αρεντβί», η οποία μεταγενέστερα εξελίχθηκε στη μιθραϊκή, τη μασδαϊκή και την ζενδική Ανάχιτα, στον Τίσρυα, το θεοποιημένο αστέρα Σείριο, στο Μίθρα, στο Βεραθράγνα, αντίστοιχο του ινδουϊστικού Ίντρα, στις Φραβασίς, Χαόμα, στο Σραόσα κ.ά. Επίσης σε πολλούς άλλους ύμνους ανευρίσκεται ήδη η καταγωγή της επικής μυθολογίας του Μασδαϊσμού, καθώς εμφανίζονται όλοι οι μυθικοί ηγεμόνες από το Χουσάνγκ ως το Βιστάσπα και άλλα κορυφαία πρόσωπα, όπως ο μέγας διδάσκαλος Καρσάσπ, ο νομοθέτης Ουρβάξ – σαγιά κ.ά. Έτσι στους «Γιαστς» υπάρχει όχι μόνο η θεολογική βάση της αρσακιδικής πολυθεϊστικής θρησκείας, αλλά και το υπόστρωμα του σασσανιδικού εθνικισμού, το οποίο χρησιμοποιήθηκε, για να την ανατρέψει, αφήνοντας πλέον εντελώς ανεφάρμοστη τη σασσανιδική πρόθεση επαναφοράς του αρχικού Ζωροαστρικού πνεύματος.
Η «Βιντεβντάτ» η οποία στα αρχαία Περσικά προφέρονταν «Βεντιντάντ» και σημαίνει «Νόμος εναντίον των κακών πνευμάτων», είναι πλούσια σε μυθικά επικά στοιχεία και σε πληροφορίες για λατρείες, τύπους, ήθη, έθιμα και κοινωνικά χαρακτηριστικά, και προσφέρει άρτια την εικόνα του τέλους των αχαιμενιδικών και της αρχής των αρσακιδικών χρόνων. Ορισμένα άλλα μικρά κείμενα βρίσκονται στο τέλος της «Αβέστα», μερικά όμως από αυτά δεν θεωρήθηκαν πάντα τμήματά της.
Η παράδοση της «Αβέστα» είναι σε πολλά αμφισβητήσιμη. Δύο αρχικά, καταγραμμένα σε χρυσές πινακίδες, συνεπώς σε σφηνοειδή αχαιμενιδική γραφή, αντίγραφά της θα πρέπει να είχαν χαθεί κατά την ελληνική κατάκτηση της Περσέπολης, από τον Μ. Αλέξανδρο, και αποσπάσματά τους να είχε συγκεντρώσει μετά από πεντέμισι αιώνες ο ιδρυτής της σασσανιδικής δυναστείας Αρταξέρξης Α΄ Παπακάν (Αρντασίρ Α΄, 224 – 241 μ.Χ.), σύμφωνα όμως με άλλη, περισσότερο ανταποκρινόμενη στα πράγματα, παράδοση, αντίγραφο των πινακίδων σε περγαμηνή είχε διασωθεί στην εκτός αλεξανδρινής επικράτειας περιοχή στην Αδάρ Γουσνάπ σημερινή Ταχτ – ε – Σουλεϋμάν, τον κυριότερο ιερό χώρο του περιορισμένου ήδη από τα αχαιμενιδικά χρόνια Ζωροαστρισκού ιερατείου. Με την παράδοση και καταγραφή της «Αβέστα» στα σασσανιδικά χρόνια σχετίστηκαν ο Τανσάρ, ημιμυθικό πρόσωπο, ο Σαπούρ Β΄ (309 – 379 μ.Χ.) και ο ιερέας Ατουρπάτ, γιος του Μαχρασπάντ, ο οποίος γύρω στο 340 μ.Χ. έδωσε την έγκριση στην τότε επιλογή κειμένων της «Αβέστα». Η σύγκρουση με τον Μασδακισμό αποκάλυψε σοβαρές διαφορές για την αξιοπιστία πολλών διαφημισμένων τότε ως αυθεντικών, αβεστικών κειμένων. Το ίδιο προκύπτει και από τη διαμόρφωση του Ζερβανισμού και του Γκαγιομαρντισμού. Καθώς η Αδάρ Γουσνάπ δεν είχε καταστραφεί και το Ταμπαριστάν το σημερινό Μαζανταράν που είναι μια μακρόστενη λωρίδα γης ανάμεσα στο Ελμπούρζ και την Κασπία θάλασσα είχε μεταβληθεί σε τόπο συγκέντρωσης σασσανιδικού αρχειακού υλικού και αντιμουσουλμάνων εθνικιστών, αναλήφθηκε προσπάθεια ανασύστασης του εθνικού ιρανικού παρελθόντος, εμφανιζόμενου όμως ως διακαιωμένου μέσα στο Ισλάμ και ειδικά στη σιιτική εκδοχή του. Σ’ αυτή τη προσπάθεια οφείλονται και τα αρχαιότερα σήμερα σωζόμενα χειρόγραφα της «Αβέστα» 13ος – 14ος αιώνας μ.Χ., τα οποία διαδόθηκαν στους ομόθρησκους του ιρανικού οροπεδίου και τους Ζενδιστές της Ινδίας, όπου το 1758 τα βρήκε ο Αβραάμ Υάκινθος Ανκετί – Ντυπερρόν, πρώτος «ιρανολόγος», και ακολούθως και άλλοι επιστήμονες. Στην όλη επιχείρηση ανασύστασης της «Αβέστα» από σύγχρονους επιστήμονες 18ος – 19ος αιώνας μ.Χ. συνέβαλε καθοριστικά η μετάφραση μεσοπερσικών «μεταβεστικών» ιερών κειμένων αλλά και τμημάτων κυρίως της «Γιάσνα» στα σανσκριτικά και στα Γκουτζρατί, τα οποία είναι και σήμερα ζωντανή ινδική γλώσσα, όπως βεβαίως και τα σανσκριτικά. Όμως αυτά τα μεταφρασμένα τμήματα της «Αβέστα» στηρίζονταν σε άλλες μεταφράσεις από τα μέσα περσικά τα γνωστά ως παχλεβί. Αυτές λοιπόν οι Ζενδιστές τις αποκαλούσαν Ζαντ και το ιερό κείμενο «Ζενδ – Αβέστα», όρο που οι επιστήμονες κακώς χρησιμοποιούσαν μέχρι τον προηγούμενο αιώνα. Οι μεταφράσεις της «Αβέστα» στα μέσα περσικά στόχευαν στην αντιμετώπιση του τότε ανερχομένου Μασδακισμού, που τα ιερά κείμενά του ήταν γραμμένα στη ζωντανή γλώσσα του λαού και φυσιολογικά είχαν αμεσότερη και μεγαλύτερη απήχηση για την εξάπλωση του Μασδακισμού.
2. Άιν – Ναμέ: Ιερό μασδαϊστικό βιβλίο των σασσανιδικών χρόνων, το οποίο είναι γνωστό μόνο από αραβικές μεταφράσεις του. Σημαίνει «Βιβλίο των Κανόνων» και πραγματεύεται θέματα Κανόνων συμπεριφοράς, πολλοί από τους οποίους διασώθηκαν αυτούσιοι στο σιιτικό Ισλάμ. Ο ρητορικός και πομπώδης τόνος του αντιστοιχεί στην αυτοκρατορική τάξη της σασσανιδικής αυλής και τον εθνικό χαρακτήρα του Μασδαϊσμού.
1. Γκρανθ: Το όνομά του σημαίνει Βίβλος. Είναι συλλογή από 3.384 ύμνους, που αποτελούν το ιερό βιβλίο της θρησκείας Σιχ ή του Σικχισμού όπως λέγεται αλλιώς. Αυτή η συλλογή έγινε από το 1604 από τον Αρτζούνα, πέμπτο Γκουρού δηλαδή δάσκαλο αυτής της θρησκείας. Στην αρχή ο Αρτζούνα κωδικοποίησε τις προσωπικές του συνθέσεις και τις συνθέσεις των τεσσάρων προηγούμενων Γκουρού της θρησκείας που αυτός εκπροσωπούσε. Αργότερα η συλλογή διευρύνθηκε, περιλαμβάνοντας τις συνθέσεις των διαδόχων του Αρτζούνα. Περιλαμβάνει επίσης και στίχους μουσουλμάνων και ινδουϊστών διδασκάλων. Πάντως, οι οπαδοί της θρησκείας αυτής μιλούν και για μια Αντι – Γκρανθ δηλαδή για μια πρωταρχική Βίβλο. Η οριστική του διάπλαση έγινε το 1706 από τον δέκατο Γκουρού, τον Γκομπίντ Σινγκ, ο οποίος το ανακήρυξε και διάδοχό του το 1708. Όπως και να έχει όμως, αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός πως οι οπαδοί του Σικχισμού αποδίδουν σ’ αυτό καθαυτό το βιβλίο λατρεία. Ένα πολυτελές αντίγραφό του είναι πάντοτε εκτεθειμένο σε λαϊκό προσκύνημα στο «χρυσό ναό» του Αμριτσάρ στην περιοχή της Ινδίας, και κάθε βράδυ γίνεται επίσημη περιφορά του με λαμπαδηφορία που προβλέπει διανυκτέρευσή του σε ένα μαρμάρινο ανάκτορο και κάθε πρωί επιστροφή του στο «χρυσό ναό», όπου οι πιστοί ραίνουν το προσκυνητάριο με λουλούδια. Μάλιστα στην εποχή της Βρετανικής κυριαρχίας, του αποδίδονταν και στρατιωτικές τιμές. Ο ιδρυτής του Σικχισμού, Νάνακ συνέθεσε τους ύμνους του στη γλώσσα πουντζάπι. Αργότερα καταγράφηκαν με το ιδιαίτερο αλφάβητο, που δημιούργησε ο δεύτερος Γκουρού, ο Άνκαντ, το γνωστό ως γκουρμούκχι.
1. Κοτζίγκι: Συλλογή από ιαπωνικά κείμενα, που μαζί με την συλλογή Νιχόνγκι, αποτελεί την κύρια πηγή της παράδοσης του Σιντοϊσμού της παραδοσιακής θρησκείας των Ιαπώνων. Η ονομασία του έργου σημαίνει «Ιστορία των συμβάντων στην αρχαιότητα». Το έργο συντάχθηκε το 712 μ.Χ. με προτροπή της αυτοκρατορικής αυλής, και περιέλαβε ολόκληρο το μυθικό και θρησκευτικό υλικό, που ως τότε παραδιδόταν προφορικά. Απαρτίζεται από 3 βιβλία, από τα οποία το πρώτο περιέχει τους μύθους των θεών και τα άλλα δύο τις παραδόσεις για το παρελθόν της Ιαπωνίας ως την χαραυγή των ιστορικών της χρόνων.
2. Νιχόνγκι: Συλλογή ιαπωνικών κειμένων, που μαζί με την συλλογή Κοτζίγκι αποτελεί την κύρια πηγή της παράδοσης του Σιντοϊσμού της παραδοσιακής θρησκείας των Ιαπώνων. Είναι νοητή ως «Χρονικά της Ιαπωνίας» και αποτελεί την πρώτη επίσημη ιστορία του ιαπωνικού κράτους, γραμμένη αρχικά σε κινέζικη γλώσσα. Έχει συνταχθεί σε οριστική μορφή περίπου το 720 μ.Χ. και αποτελείται από 30 βιβλία. Διακρίνεται από το Κοτζίγκι – το οποίο πραγματεύεται το μυθολογικό και θρησκευτικό υλικό – επειδή ασχολείται αποκλειστικά με το ιστορικό υλικό του Σιντοϊσμού.
1. Τάο – τε – κινγκ: Ιερό βιβλίο του Ταοϊσμού μία από τις τρεις κύριες θρησκείες της Κίνας (οι άλλες δύο είναι ο Κομφουκιανισμός και ο Βουδισμός). Το Τάο – τε – κινγκ σημαίνει το βιβλίο (κινγκ) με τη δύναμη (τε) του Τάο. Η λέξη Τάο, η οποία για την ακρίβεια προφέρεται Ντάο, σημαίνει το δρόμο την κατεύθυνση και έχει στην κινέζικη σκέψη τη βαρύτητα που έχει στην ελληνική φιλοσοφία η έννοια του «λόγου». Θεωρείται πως το έγραψε ο ιδρυτής του Ταοϊσμού, Λάο – Τσε, αποτελείται από 5.000 λέξεις και διαιρείται σε 81 σύντομα κεφάλαια. Πραγματεύεται με αφοριστικό τρόπο την οντολογική διδασκαλία και την ηθική του Ταοϊσμού. Αναμφισβήτητα πάντως περιέχει οπωσδήποτε στοιχεία της αρχαίας κινεζικής σοφίας.
1. Ανουγιόγκα: Ιερό βιβλίο των Ντιγκαμπάρα κλάδου του Τζαϊνισμού ή Τζινισμού, ινδικού θρησκεύματος ασκητικών, δυαλιστικών και αθεϊστικών αρχών. Οι Ντιγκαμπάρα ισχυρίζονται πως οι ιερές τζαϊνικές Γραφές «Σιντάντα» καταστράφηκαν το 789 μ.Χ. και έτσι στη θέση τους δέχονται την Ανουγιόγκα. Η λέξη Ανουγιόγκα σημαίνει Εκθέσεις και είναι μια ιερή συλλογή που πυρήνα της έχει δυο παλαιά κείμενα στο γλωσσικό ιδίωμα Πράκριτ – ομάδα αρχαϊκών ινδικών τοπικών διαλέκτων – που συμπληρώνεται με υπομνήματα και άλλα μεταγενέστερα κείμενα.
2. Σιντάντα: Ιερό βιβλίο των Σβετάμπαρα, κλάδου του Τζαϊνισμού ή Τζινισμού, ινδικού θρησκεύματος ασκητικών, δυαλιστικών και αθεϊστικών αρχών. Περιέχει 12 «κύρια μέρη» που αποκαλούνται Άνγκας και τα οποία παρουσιάζουν τον Μοναχισμό, τις αρχές του συστήματος του Μαχαβίρα – διαμορφωτή της διδασκαλίας του Τζαϊνισμού τον 6ο αιώνα π.Χ. – τις παραβολές και τις αφηγήσεις του. Εκτός από τα «κύρια μέρη» περιέχει και 12 «δευτερεύοντα μέρη» τα Ουπάνγκας, που αναπτύσσουν μεθοδικότερα την διδασκαλία του Τζαϊνισμού. Η συλλογή περιλαμβάνει πεζά και έμμετρα κείμενα και απαρτίστηκε βαθμιαία. Τα κείμενα αυτά είναι γραμμένα στην Πράκριτ, ομάδα αρχαϊκών ινδικών τοπικών διαλέκτων.
1. Αγία Γραφή ή Βίβλος: Αποτελείται από δύο μεγάλες συλλογές ιερών κειμένων, την Παλαιά Διαθήκη και τη Καινή Διαθήκη. Η λέξη διαθήκη ως γνωστόν σήμερα σημαίνει την τελευταία επιθυμία κάποιου. Στη Βίβλο όμως η λέξη αυτή, σημαίνει την συμφωνία που έκλεισε ο Θεός με τους ανθρώπους. Για την Χριστιανική Εκκλησία η συγκρότηση του καταλόγου «κανόνα» των βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης, υπήρξε αρκετά περίπλοκη. Διότι από τον 3ο αιώνα π.Χ., επειδή πολλοί Ιουδαίοι που ζούσαν εκτός της Παλαιστίνης και ιδιαίτερα στην Αλεξάνδρεια όπου υπήρχε μεγάλη και ακμάζουσα Εβραϊκή κοινότητα, είχαν λησμονήσει την μητρική τους γλώσσα, άρχισε μια προσπάθεια μετάφρασης των βιβλίων της Εβραϊκής Βίβλου στα Ελληνικά, την διεθνή γλώσσα εκείνης της εποχής, που είναι γνωστή με την επωνυμία «μετάφραση των Εβδομήκοντα» ή «Ο΄», επειδή κατά την παράδοση την μετάφραση την ανέλαβαν να φέρουν εις πέρας 72 (λόγω στρογγυλοποίησης του αποκαλούμε Εβδομήκοντα) σοφοί Ιουδαίοι που γνώριζαν την Ελληνική. Όμως εκτός από τα 39 βιβλία της Εβραϊκής Βίβλου περιλαμβάνονταν και περισσότερα βιβλία, ορισμένα από τα οποία ή μέρη αυτών δεν ήταν μεταφράσεις από τα Εβραϊκά αλλά γραμμένα πρωτοτύπως στα Ελληνικά. Η διάδοση της «μετάφρασης των Εβδομήκοντα» επειδή βοήθησε την Χριστιανική ιεραποστολή, υιοθετήθηκε από την Εκκλησία ως ιερή Βίβλος χωρίς όμως να οριοθετηθεί από την αρχή σαφώς, ο αριθμός των βιβλίων, με αποτέλεσμα διάφορες τοπικές εκκλησίες να ακολουθούν διάφορες πρακτικές. Επιπλέον το σχίσμα Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας και αργότερα η Μεταρρύθμιση συνέβαλαν διαφορετικές παραδόσεις στο θέμα του κανόνα με αποτέλεσμα σήμερα να έχουμε διαφορετικό αριθμό βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης. Έτσι η παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας δέχεται ως ανήκοντα στον κανόνα δηλαδή «κανονικά» εκτός από τα 39 βιβλία της Εβραϊκής Βίβλου και 10 επιπλέον, τα «1 Έσδρας», «Τωβίτ», «Ιουδίθ», «1 – 2 – 3 Μακκαβαίων», «Σοφία Σολομώντος», «Σοφία Σειράχ», «Βαρούχ» και «Επιστολή Ιερεμίου», συνολικά δηλαδή 49 βιβλία. Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ακολούθησε ανάλογη πρακτική δεχόμενη 46 βιβλία, τα οποία διακρίνει σε «πρωτοκανονικά» και «δευτεροκανονικά». Στα πρωτοκανονικά περιλαμβάνει τα 39 βιβλία της Εβραϊκής Βίβλου και στα δευτεροκανονικά τα βιβλία «Τωβίτ», «Ιουδίθ», «1 – 2 Μακκαβαίων», «Σοφία Σολομώντος», «Σοφία Σειράχ», «Βαρούχ» (+«Επιστολή Ιερεμίου») καθώς και τις ελληνικές προσθήκες στα βιβλία «Εσθήρ» και «Δανιήλ». Οι εκκλησίες που προέκυψαν από την Μεταρρύθμιση δέχτηκαν ως κανονικά τα 39 βιβλία της Εβραϊκής Βίβλου. Πάντως κοινό στοιχείο όλων είναι πως κατατάσσουν τα βιβλία σε τρεις ομάδες «Ιστορικά», «Ποιητικά - Διδακτικά» και «Προφητικά» με τη σειρά των βιβλίων να ποικίλει σε διάφορες εκδόσεις της Βίβλου.
Ανάλογη περιπέτεια σε μικρότερο βαθμό όμως γνώρισε και ο «κανόνας» της Καινής Διαθήκης. Υπάρχουν ενδείξεις πως στα τέλη του 1ου αιώνα ή στις αρχές του 2ου αιώνα μ.Χ. συγκεντρώθηκαν οι επιστολές του Παύλου σε ένα είδους κανόνα, καθώς επίσης ο μάρτυρας Ιουστίνος στα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ. αναφέρεται στα «ευαγγέλια» σε πληθυντικό αριθμό που τα χαρακτηρίζει ως «απομνημονεύματα των αποστόλων», τα οποία διαβάζονταν στις λατρευτικές συνάξεις των πιστών μαζί με τα συγγράμματα των προφητών. Το ερώτημα τώρα είναι, πότε τα ευαγγέλια μαζί με τις επιστολές και τα λοιπά βιβλία της Καινής Διαθήκης καθιερώθηκαν ως «Γραφή», ως «Καινή Διαθήκη». Μπορούμε να απαντήσουμε πως στα τέλη του 2ου αιώνα μ.Χ. απαριθμούνται ως κανονικά τα περισσότερα από τα 27 βιβλία της Καινής Διαθήκης.
Τελικός σταθμός στην εξέλιξη και οριστική διαμόρφωση του κανόνα θεωρείται η 39η εορταστική Επιστολή του Μ. Αθανασίου (367 μ.Χ.), στην οποία αναφέρονται ως κανονικά τα 27 βιβλία της Καινής Διαθήκης. Ακολουθεί ο πίνακας των βιβλίων της Αγίας Γραφής σύμφωνα με την Ορθόδοξη Εκκλησία:
Η Χριστιανική Βίβλος
1. Βιβλίο των Νεκρών: Συλλογή κειμένων, που περιέχουν οδηγίες για καταξιωμένο θάνατο και για το ταξίδι της ψυχής στο υπερπέραν, νοητό βέβαια, σαν χώρο που η ζωή συνεχίζεται. Τέτοια βιβλία είναι γνωστά από διάφορους πολιτισμούς, και από τον αρχαίο ελληνικό, όπου και καλλιεργήθηκε, ως ιδιαίτερο λογοτεχνικό είδος, «η εις Άδου κατάβασις», με αναλυτικές περιγραφές του Κάτω Κόσμου. Από την παγκόσμια παραγωγή έχουν περισωθεί τα βιβλία των Νεκρών της αρχαίας Αιγύπτου, των Μάγιας, του Θιβέτ και του Ισλάμ.
Το αιγυπτιακό αποτελείται από 190 κείμενα, που έχουν ποικίλη έκταση και σημασία και προέρχονται από διαφορετικές εποχές. Σ’ αυτά τα κείμενα αναπτύσσονται κυρίως οράματα του νεκρού σε σχέση με το μυθικό κύκλο του θεού Όσιρη και με την πρακτική της μαγείας.
Το βιβλίο των Μάγιας δεν περιέχει διδασκαλίες αλλά τελετουργικό τυπικό με οδηγίες και προδιαγραφές. Έχει διασωθεί σε 3 χειρόγραφα (Παρισιού, Δρέσδης και Μαδρίτης), που οι Ισπανοί έφεραν από την Αμερική στην Ευρώπη. Σύμφωνα με το βιβλίο αυτό, ο θάνατος δεν είναι τέρμα, αλλά φάση μιας εξέλιξης από τη ζωή στο θάνατο και από τον θάνατο στη ζωή, που πραγματώνεται με μετενσαρκώσεις και προϋποθέτει τη χωρίς εσχατολογικό τέλος ύπαρξη και μεταλλαγή ζωντανών και νεκρών.
Αντίθετα από το βιβλίο των Μάγιας, το βιβλίο του Θιβέτ αποτελεί οδηγό για την απαλλαγή του ανθρώπου από τον κύκλο των μετενσαρκώσεων και την τελική λύτρωση από τη ζωή. Έτσι ο πιστός καθοδηγείται να υπερκεράσει το θάνατο, αντιμετωπίζοντάς τον λυτρωτικό γεγονός. Η γνωστή μορφή του κειμένου είναι του 14ου αιώνα μ.Χ., φαίνεται όμως πως αυτή βασίζεται σε κείμενα του 8ου – 9ου αιώνα μ.Χ., που διέσωζαν παραδόσεις του 4ου – 5ου αιώνα μ.Χ. Το βιβλίο αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για την παράδοση του Βουδισμού και του Ταντρισμού. Ο Ταντρισμός είναι μία ακόμη τάση από τις πολλές που υπάρχουν, της ινδικής θρησκευτικότητας που εκφράζεται μέσα από τις θρησκείες του Ινδουϊσμού και του Βουδισμού. Στον μεν Ινδουϊσμό είναι οι διδακτικές συνομιλίες μεταξύ του θεού Σίβα και της συζύγου του Ντέβι, ενώ στον Βουδισμό είναι οι διαλογισμοί του Βούδα ως ιστορικού προσώπου.
Κατά το ισλαμικό βιβλίο, που η συγγραφή του αποδίδεται στον προφήτη Μωάμεθ, ο θάνατος είναι η αρχή νέας ζωής και η ενσώματη ζωή σταθμός ενός μακρινού ταξιδιού της ψυχής. Έτσι για τον πιστό ο θάνατος χάνει την τρομερότητά του και γίνεται ευκαιρία, για να σκεφτεί ο άνθρωπος την παντοδυναμία, το εργαλείο και την δικαιοσύνη του Θεού (Αλλάχ) και προϋπόθεση για να φτάσει στον τελικό προορισμό του.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Εκπαιδευτική Εγκυκλοπαίδεια: Θρησκείες
Αναστάσιος Γιαννουλάτος: Ίχνη από την αναζήτηση του υπερβατικού.
Ελληνική Βιβλική Εταιρεία: Η Αγία Γραφή
Θ.Η.Ε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου