Ὁ ἥλιος χαμήλωνε κι ἐμεῖς ἀνεβασμένοι πάνω σ᾿ ἕνα θεόρατο βράχο, ἀγναντεύαμε τίς ἀχτίδες πού ξαπλωνόνταν ἤρεμα πάνω στά κύματα καί χάριζαν στό πρόσωπο τῆς θάλασσας ἁπαλές χρωματιστές ἀνταύγειες. Ἀπάνω μας ἀνηφόριζαν πρός τήν πλαγιά τά Καυσοκαλύβια, ἕνα κυκλικό θέατρο μέ πολλούς βωμούς, τά κελλιά, χωμένα μέσα σέ μιά φουντωμένη πρασινάδα.
Εἴχαμε ἀφεθεῖ στούς στοχασμούς. Μπροστά μας τό ἄπειρο. Πάνω μας τό Ἅγιο. Ὁλόγυρά μας ἡ ἀναζήτηση. Καί μέσα μας ἡ λαχτάρα... Περιμέναμε νά μᾶς μιλήσει ἡ ἁγιότητα...
Ἡ ζωή τοῦ κόσμου ἦταν πολύ μακρυά. Ἡ ψυχή ζοῦσε καί κυκλοφοροῦσε ἀνάμεσα στόν ἄνθρωπο καί τόν Θεό καί δημιουργοῦσε ἔξω ἀπό τό χρόνο οὐράνιες πολιτεῖες. Καλλιεργοῦσε τά πιό ὄμορφα δέντρα τοῦ Παραδείσου.
Ἕνα δυνατό χτύπημα καμπάνας μᾶς ἔκανε νά τιναχτοῦμε. Πήραμε τό ἀνηφοράκι καί σέ λίγο ἀνεβήκαμε ὥς τό Κυριακό, τήν ἐκκλησία, πού εἶναι ἡ καρδιά τῆς σκήτης.
Ἀπόσπασμα ἀπό τό ὁμώνυμο ἄρθρο τοῦ Ἀθανασίου Παλιούρα, ὁμότιμου καθηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου Ἰωαννίνων στό περιοδικό Νέα Ἑστία, τόμος 80, τεῦχος 938, Αὔγουστος 1966, σελ. 1096.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου