Πέμπτη 14 Αυγούστου 2014

Στα Καρούλια - Νίκος Καζαντζάκης

Ἀπὸ τὴν «Ἀναφορὰ στὸν Γκρέκο» , ἐκδ. Ἐλ. Καζαντζάκη, 1964.


Τελείωνε πιὰ τὸ προσκύνημά μας. Τὶς παραμονὲς τοῦ μισεμοῦ πῆρα τὸν ἀνήφορο μοναχός, ν' ἀνέβω στ' ἄγρια ἡσυχαστήρια, ἀνάμεσα στοὺς βράχους ἀψηλὰ ἀπάνω ἀπὸ τὴ θάλασσα, στὰ Καρούλια. Τρυπωμένοι μέσα σὲ σπηλιές, ζοῦν ἐκεῖ καὶ προσεύχουνται γιὰ τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου, καθένας μακριὰ ἀπὸ τὸν ἄλλο, γιὰ νὰ μὴν ἔχουν καὶ τὴν παρηγοριὰ νὰ βλέπουν ἀνθρώπους, οἱ πιὸ ἄγριοι,οἱ πιὸ ἅγιοι ἀσκητὲς τοῦ Ἁγ. Ὄρους. Ἕνα καλαθάκι ἔχουν κρεμασμένο στὴ θάλασσα, κι οἱ βάρκες ποὺ τυχαίνει κάποτε νὰ περνοῦν ζυγώνουν καὶ ρίχνουν μέσα λίγο ψωμί, ἐλιές, ὅ,τι ἔχουν, γιὰ νὰ μὴν ἀφήσουν τοὺς ἀσκητὲς νὰ πεθάνουν τῆς πείνας. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἄγριους αὐτοὺς ἀσκητὲς τρελαίνουνται• θαρροῦν πὼς ἔκαμαν φτερά, πετοῦν ἀπάνω ἀπὸ τὸν γκρεμὸ καὶ γκρεμίζουνται• κάτω ὁ γιαλὸς εἶναι γεμάτος κόκκαλα.

Ἀνάμεσα στοὺς ἐρημίτες τούτους ζοῦσε τὰ χρόνια ἐκεῖνα, ξακουστὸς γιὰ τὴν ἁγιοσύνη του, ὁ Μακάριος ὁ Σπηλαιώτης. Αὐτὸν κίνησα νὰ δῶ• ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ πάτησα στὸ ἱερὸ βουνό, εἶχα πάρει τὴν ἀπόφαση νὰ πάω νὰ τὸν δῶ, νὰ σκύψω νὰ τοῦ φιλήσω τὸ χέρι καὶ νὰ τοῦ ξομολογηθῶ. Ὄχι τὰ κρίματά μου, δὲν πίστευα νὰ ‘χα κάμει ὥς τότε πολλά, ὄχι τὰ κρίματά μου παρὰ τὴν ἑωσφορικὴ ἀλαζονεία ποὺ συχνὰ μ' ἔσπρωχνε νὰ μιλῶ μὲ ἀναίδεια γιὰ τὰ ἑφτὰ μυστήρια καὶ τὶς δέκα ἐντολὲς καὶ νὰ θέλω νὰ χαράξω δικό μου δεκάλογο.


Ἔφτασα κατὰ τὸ μεσημέρι στ' ἀσκηταριά• τρῦπες μαῦρες στὸν γκρεμό, σιδερένιοι σταυροὶ καρφωμένοι στοὺς βράχους, ἕνας σκελετὸς πρόβαλε ἀπὸ μιὰ σπηλιά, τρόμαξα• σὰ νὰ 'χε φτάσει κιόλας ἡ Δευτέρα Παρουσία καὶ ξεπρόβαλε ὁ σκελετὸς αὐτὸς ἀπὸ τὴ γῆς καὶ δὲν εἶχε ἀκόμα προφτάσει νὰ ντυθεῖ ὅλες τὶς σάρκες του. Φόβος κι ἀηδία μὲ κυρίεψε, καὶ συνάμα κρυφὸς ἀνομολόγητος θαμασμός• δὲν τόλμησα νὰ τὸν ζυγώσω, τὸν ρώτησα ἀπὸ μακριά• ἅπλωσε τὸ ξεραμένο μπράτσο, ἀμίλητος, καὶ μοῦ 'δειξε μιὰ μαύρη σπηλιὰ ἀψηλὰ στὰ χείλια τοῦ γκρεμοῦ.

Πῆρα ν’ ἀνεβαίνω πάλι τοὺς βράχους, μὲ καταξέσκισαν τ' άγκρίφια τους, ἔφτασα στὴ σπηλιά. Ἔσκυψα νὰ δῶ μέσα• μυρωδιὰ χωματίλα καὶ λιβάνι, σκοτάδι βαθύ• σιγὰ σιγὰ διέκρινα ἕνα σταμνάκι δεξά, σὲ μιὰ σκισμάδα τοῦ βράχου, τίποτα ἄλλο• ἔκαμα νὰ φωνάξω, μὰ ἡ σιωπὴ μέσα στὸ σκοτάδι ἐτοῦτο μοῦ φάνηκε τόσο ἱερή, τόσο ἀνησυχαστική, ποὺ δὲν τόλμησα• σὰν ἁμαρτία, σὰν ἱεροσυλία μοῦ φάνηκε ἐδῶ ἡ φωνὴ τοῦ ἀνθρώπου.

Εἶχαν πιὰ συνηθίσει τὰ μάτια μου στὸ σκοτάδι, κι ὡς τὰ γούρλωνα καὶ κοίταζα, ἕνας φωσφορισμὸς ἁπαλός, ἕνα πρόσωπο χλωμό, δυὸ χέρια σκελεθρωμένα κουνήθηκαν στὸ βάθος τῆς σπηλιᾶς κι ἀκούστηκε γλυκιὰ ξεπνεμένη φωνή:

— Καλῶς τον!
Ἔκαμα κουράγιο, μπῆκα στὴ σπηλιά, προχώρησα κατὰ τὴ φωνή. Κουλουριασμένος χάμω, εἶχε σηκώσει τὸ κεφάλι ὁ ἀσκητής, καὶ διέκρινα στὸ μεσόφωτο τὸ πρόσωπό του ἄτριχο, φαγωμένο ἀπὸ τὶς ἀγρύπνιες καὶ τὴν πείνα, μὲ ἀδειανοὺς βολβούς, νὰ γυαλίζει βυθισμένο σὲ ἀνείπωτη μακαριότητα• τὰ μαλλιὰ του εἶχαν πέσει, ἔλαμπε τὸ κεφάλι του σὰν κρανίο.
— Εὐλόγησον, πάτερ, εἶπα κι ἔσκυψα νὰ τοῦ φιλήσω τὸ κοκαλιασμένο χέρι.

Κάμποση ὥρα σωπαίναμε• κοίταζα μὲ ἀπληστία τὴν ψυχὴ τούτη ποὺ εἶχε ἐξαφανίσει τὸ κορμί της, αὐτὸ βάραινε τὶς φτεροῦγες της καὶ δὲν τὴν ἄφηνε ν' ἀνέβει στὸν οὐρανό. Ἀνήλεο, ἀνθρωποφάγο θεριὸ ἡ ψυχὴ ποὺ πιστεύει• κρέατα, μάτια, μαλλιά, ὅλα τοῦ τά 'χε φάει.

Δὲν ἤξερα τί νὰ πῶ, ἀπὸ ποῦ ν' ἀρχίσω. Σὰν ἕνα στρατόπεδο ὕστερα ἀπὸ φοβερὴ σφαγή μοῦ φάνταζε τὸ σαράβαλο κορμὶ μπροστὰ μου• ξέκρινα ἀπάνω του τὶς νυχιὲς καὶ τὶς δαγκωματιὲς τοῦ Πειρασμοῦ.
Ἀποκότησα τέλος:

— Παλεύεις ἀκόμα μὲ τὸ Διάβολο, πάτερ Μακάριε; τὸν ρώτησα.
— Ὄχι πιά, παιδὶ μου• τώρα γέρασα, γέρασε κι αὐτὸς μαζὶ μου• δὲν ἔχει δύναμη• παλεύω μὲ τὸ Θεό.
— Μὲ τὸ Θεό! ἔκαμα ξαφνιασμένος• κι ἐλπίζεις νὰ νικήσεις;
— Ἐλπίζω νὰ νικηθῶ, παιδὶ μου• μοῦ ἀπόμειναν ἀκόμα τὰ κόκαλα• αὐτὰ ἀντιστέκουνται.
— Βαριὰ ἡ ζωή σου, γέροντά μου• θέλω κι ἐγὼ νὰ σωθῶ, δὲν ὑπάρχει ἄλλος δρόμος;
— Πιὸ βολικός; ἔκαμε ὁ ἀσκητὴς καὶ χαμογέλασε μὲ συμπόνια.
— Πιὸ ἀνθρώπινος, γέροντά μου.
— Ἕνας μονάχα δρόμος. 
— Πῶς τὸν λέν;
— Ἀνήφορο• ν' ἀνεβαίνεις ἕνα σκαλί• ἀπὸ τὸ χορτασμὸ στὴν πείνα, ἀπὸ τὸν ξεδιψασμὸ στὴ δίψα, ἀπὸ τὴ χαρὰ στὸν πόνο• στὴν κορφὴ τῆς πείνας, τῆς δίψας, τοῦ πόνου κάθεται ὁ Θεός. Στὴν κορφὴ τῆς καλοπέρασης κάθεται ὁ Διάβολος• διάλεξε.
— Εἶμαι ἀκόμα νέος• καλὴ 'ναι ἡ γῆς, ἔχω καιρὸ νὰ διαλέξω.
Ἅπλωσε ὁ ἀσκητὴς τὰ πέντε, κόκαλα τοῦ χεριοῦ του, ἄγγιξε τὸ γόνατό μου, μὲ σκούντηξε:
— Ξύπνα, παιδί μου, ξύπνα, πρὶν σὲ ξυπνήσει ὁ Χάρος.
Ἀνατρίχιασα.
— Εἶμαι νέος, ξανάπα γιὰ νὰ κάμω κουράγιο.
— Ὁ Χάρος ἀγαπάει τοὺς νέους• ἡ Κόλαση ἀγαπάει τοὺς νέους• ἡ ζωὴ 'ναι ἕνα μικρὸ κεράκι ἀναμμένο, εὔκολα σβήνει, ἔχε τὸ νοῦ σου, ξύπνα!

Σώπασε μιὰ στιγμή, καὶ σὲ λίγο:
— Εἶσαι ἕτοιμος; μοῦ κάνει. 
Ἀγανάχτηση μὲ κυρίεψε καὶ πεῖσμα.
— Ὄχι! φώναξα.
— Αὐθάδεια τῆς νιότης! Τὸ λὲς καὶ καυχιέσαι, μὴ φωνάζεις• δὲ φοβᾶσαι;
— Ποιὸς δὲ φοβᾶται; Φοβοῦμαι. Κι ἐλόγου σου, πάτερ ἅγιε, δὲ φοβᾶσαι; Πείνασες, δίψασες, πόνεσες, κοντεύει νὰ φτάσεις στὴν κορφὴ τῆς σκάλας, φάνηκε ἡ πόρτα τῆς Παράδεισος• μὰ θ' ἀνοίξει ἡ πόρτα αὐτὴ νὰ μπεῖς; θ' ἀνοίξει; εἶσαι σίγουρος;


Δυὸ δάκρυα κύλησαν ἀπὸ τὶς κόχες τῶν ματιῶν του• ἀναστέναξε• καὶ σὲ λίγο:
— Εἶμαι σίγουρος γιὰ τὴν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ• αὐτὴ νικάει καὶ συχωρνάει τὶς ἁμαρτίες τοῦ ἀνθρώπου.
— Κι ἐγὼ εἶμαι σίγουρος γιὰ τὴν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ• αὐτὴ λοιπὸν μπορεῖ νὰ συχωρέσει καὶ τὴν αὐθάδεια της νιότης.
— Ἀλίμονο νὰ κρεμόμαστε μονάχα ἀπὸ τὴν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ• ἡ κακία τότε κι ἡ ἀρετὴ θὰ μπαῖναν ἀγκαλιασμένες στὴν Παράδεισο.
— Δὲν εἶναι, θαρρεῖς, γέροντά μου, ἡ καλοσύνη τοῦ Θεοΰ τόσο μεγάλη;

Κι ὡς τό 'πα, ἄστραψε στὸ νοῦ μου ὁ ἀνόσιος, μπορεῖ, μά, ποιὸς ξέρει, μπορεῖ ὁ τρισάγιος στοχασμός, πὼς θά 'ρθει καιρὸς τῆς τέλειας λύτρωσης, τῆς τέλειας φίλιωσης, θὰ σβήσουν οἱ φωτιὲς τῆς Κόλασης, κι ὁ Ἄσωτος Υἱός, ὁ Σατανᾶς, θ' ἀνέβει στὸν οὐρανό, θὰ φιλήσει τὸ χέρι τοῦ Πατέρα καὶ δάκρυα θὰ κυλήσουν ἀπὸ τὰ μάτια του: «Ἥμαρτον!» θὰ φωνάξει, κι ὁ Πατέρας θ' ἀνοίξει τὴν ἀγκάλη του: «Καλῶς ἦρθες» θὰ τοῦ πεῖ «καλῶς ἦρθες, γιὲ μου• συχώρεσέ με ποὺ σὲ τυράννησα τόσο πολύ!».

Μὰ δὲν τόλμησα νὰ ξεστομίσω τὸ στοχασμὸ μου• πῆρα ἕνα πλάγιο μονοπάτι νὰ τοῦ τὸ πῶ.

— Ἔχω ἀκουστά, γέροντά μου, πὼς ἕνας ἅγιος, δὲ θυμᾶμαι τώρα ποιός, δὲν μποροῦσε νὰ βρεῖ ἀνάπαψη στὴν Παράδεισο. Ἄκουσε ὁ Θεὸς τοὺς στεναγμούς του, τὸν κάλεσε: «Τί ἔχεις κι ἀναστενάζεις;» τὸν ρώτησε• «δὲν εἶσαι εὐτυχής;—Πῶς νά 'μαι εὐτυχής, Κύριε;» τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ ἅγιος. Στὴ μέση μέση τῆς Παράδεισος ἕνα συντριβάνι καὶ κλαίει. —Τί συντριβάνι;—Τα δάκρυα τῶν κολασμένων».

Ὁ ἀσκητὴς ἔκαμε τὸ σημάδι τοῦ σταυροῦ, τὰ χέρια του ἔτρεμαν.
— Ποιὸς εἶσαι; ἔκαμε μὲ φωνὴ ξεψυχισμένη• ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾶ!
Ἔκαμε πάλι τὸ σταυρὸ του τρεῖς φορές, ἔφτυσε στὸν ἀέρα:
— Ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾶ, ξανάπε, κι ἡ φωνὴ του τώρα εἶχε στερεώσει.

Ἄγγιξα τὸ γόνατό του ποὺ γυάλιζε γυμνὸ στὸ μεσόφωτο• τὸ χέρι μου πάγωσε.
— Γέροντά μου, τοῦ κάνω, δὲν ἦρθα ἐδῶ νὰ σὲ πειράξω, δὲν εἶμαι ὁ Πειρασμός• εἶμαι ἕνας νέος ποὺ θέλει νὰ πιστέψει ἁπλοϊκά, χωρὶς νὰ ρωτάει, ὅπως πίστευε ὁ παππούς μου ὁ χωριάτης• θέλω, μὰ δὲν μπορῶ.
—Ἀλίμονό σου, ἀλίμονό σου, δυστυχισμένε• τὸ μυαλὸ θὰ σὲ φάει, τὸ ἐγὼ θὰ σὲ φάει. Ὁ ἀρχάγγελος Ἑωσφόρος, ποὺ ἐσὺ ὑπερασπίζεσαι καὶ θὲς νὰ τὸν σώσεις, ξέρεις πότε γκρεμίστηκε στὴν Κόλαση; Ὅταν στράφηκε στὸ Θεὸ κι εἶπε: Ἐγώ. Ναὶ ναί, ἄκου, νεαρέ, καὶ βάλ'το καλὰ στὸ νοῦ σου: 
Ἕνα μονάχα πράμα κολάζεται στὴν Κόλαση, τὸ ἐγώ. Τὸ ἐγώ, ἀνάθεμά το! 
Τίναξα τὸ κεφάλι πεισματωμένος:
— Μὲ τὸ ἐγὼ αὐτὸ ξεχώρισε ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ ζῷο, μὴν τὸ κακολογᾶς, πάτερ Μακάριε.
— Μὲ τὸ ἐγὼ αὐτὸ ξεχώρισε ἀπὸ τὸ Θεό. Πρῶτα ὅλα ἦταν ἕνα μὲ τὸ Θεό, εὐτυχισμένα στὸν κόρφο του. Δὲν ὑπῆρχε ἐγὼ καὶ σὺ κι ἐκεῖνος• δὲν ὑπῆρχε δικό σου καὶ δικὸ μου, δὲν ὑπῆρχαν δυό, ὑπῆρχε ἕνα• τὸ Ἕνα, ὁ Ἕνας. Αὐτὸς εἶναι ὁ Παράδεισος ποὺ ἀκοῦς, κανένας ἂλλος• ἀπὸ κεῖ ξεκινήσαμε, αὐτὸν θυμᾶται καὶ λαχταρίζει ἡ ψυχὴ νὰ γυρίσει• βλογημένος ὁ θάνατος! τί ‘ναι ὁ θάνατος, θαρρεῖς; Ἕνα μουλάρι, τὸ καβαλικεύουμε καὶ πᾶμε.


Μιλοῦσε, κι ὅσο μιλοῦσε τὸ πρόσωπό του φωτίζουνταν• γλυκό, εὐτυχισμένο χαμόγελο ζεχύνουνταν άπὸ τὰ χείλια του κι ἔπιανε ὅλο του τὸ πρόσωπο. Ἔνιωθες βυθίζουνταν στὴν Παράδεισο.
Γιατί χαμογελᾶς, γέροντά μου;
— Εἶναι νὰ μὴ χαμογελῶ; μοῦ ἀποκρίθηκε•' εἶμαι εὐτυχής, παιδὶ μου• κάθε μέρα, κάθε ὥρα, γρικῶ τὰ πέταλα τοῦ μουλαριοῦ, γρικῶ τὸ Χάρο νὰ ζυγώνει.


Εἶχα σκαρφαλώσει τὰ βράχια γιὰ νὰ ξομολογηθῶ στὸν ἄγριο τοῦτον ἀπαρνητή της ζωής• μὰ εἶδα ἦταν ἀκόμα πολὺ ἐνωρίς• ἡ ζωὴ μέσα μου δὲν εἶχε ξεθυμάνει, ἀγαποῦσα πολὺ τὸν ὁρατὸ κόσμο, ἔλαμπε ὁ Ἑωσφόρος στὸ μυαλό μου, δὲν εἶχε ἀφανιστεῖ μέσα στὴν τυφλωτικὴ λάμψη τοῦ Θεοῦ. Ἀργότερα, συλλογίστηκα, σὰ γεράσω, σὰν ξεθυμάνω, σὰν ξεθυμάνει μέσα μου κι ὁ Ἑωσφόρος.

Σηκώθηκα. Ἄσκωσε ὁ γέροντας τὸ κεφάλι.
— Φεύγεις; ἔκαμε• ἄε στὸ καλό• ὁ Θεὸς μαζί σου. 
Καὶ σὲ λίγο, περιπαιχτικά:
— Χαιρετίσματα στὸν κόσμο.
— Χαιρετίσματα στὸν οὐρανό, ἀντιμίλησα• καὶ πὲς στὸ Θεὸ, δὲ φταῖμε ἐμεῖς, φταίει αὐτὸς ποὺ ἔκαμε τὸν κόσμο τόσο ὡραῖο.


Πηγή:  http://www.myriobiblos.gr/texts/greek/kazatzakis_karoulia.html

Πέμπτη 7 Αυγούστου 2014

π.Λίβυος: Άνθρωπος του Θεού δεν δηλώνεις αλλά φαίνεσαι....

π.Λίβυος - αναδημοσίευση!!!
Ο παράδεισος δεν είναι κατάκτηση αλλά δωρεά... Δεν σώζομαι επειδή κάτι σπουδαίο έκανα, αλλά επειδή κάποιον αγάπησα και με αγάπησε.
                                                                                                      παπά-Λίβυος

Άνθρωπος του Θεού δεν δηλώνεις αλλά φαίνεσαι. Έχουμε κουραστεί από τους δήθεν. Από αυτούς που αυτοπροβάλλονται έστω και «ταπεινώ τω τρόπω». Αυτούς που πίσω από το χαμόγελο κρύβουν ακονισμένα για κατάκριση και «ιερές» μάχες δόντια .
Όλους αυτούς που χρησιμοποιούν την εκκλησία για να διαμορφώσουν ένα προφίλ πνευματικότητας ώστε να εξασφαλίσουν την αίσθηση δύναμης που δεν βρήκαν στο κόσμο.
Στην εκκλησία δεν σώζεται ο ισχυρός, ο τέλειος, ο καπάτσος, ο καταφερτζής, εκείνος που τα κατάφερε, που νίκησε, που εξυψώθηκε, αλλά εκείνος που ταπεινώθηκε, που πόνεσε, που δυσκολεύτηκε, που ταλαιπωρήθηκε, λαβώθηκε και στην αγάπη αναστήθηκε.
Η εκκλησία ανήκει στους ταπεινούς αυτού του κόσμου, σε αυτούς που ζουν στα αζήτητα της εξουσίας και της δύναμης. Των υπαρξιακά λαβωμένων, ψυχικά κουρελιασμένων, εκείνων που έγλειψαν τα πατώματα της προσωπικής τους μοναξιάς και οδύνης και αισθάνθηκαν την ολική απογύμνωση της υπάρξεως τους.
Κουραστήκαμε και πολλές φορές λυγίσαμε, κλάψαμε και πενθήσαμε για μια παραχάραξη και παραμόρφωση του εκκλησιαστικού ήθους και της χριστιανικής κατανόησης, που κρατά το περικάλυμμα της παραδόσεως και χάνει με υπαρξιακά εκκωφαντικό ήχο την ουσία της χριστιανικής ζωής.
Για όλους εκείνους που βαπτίζουν αρετές τα πάθη και τις κακίες τους. Αυτούς που ζουν την κατά Χριστώ ζωή με σκοπό και στόχο, δίχως αγάπη, έρωτα και ελευθερία. Που περιμένουν πάντα κάτι να πάρουν, που αισθάνονται ότι κάποιος πάντα τους χρωστά.
Δεν είναι χριστιανικά στήθη αυτά που μετρούν τι δίνουν και τι παίρνουν, μα εκείνα που αγαπούν δίχως να περιμένουν.
Δεν είναι χριστιανή ψυχή εκείνη που νιώθει αυτοδικαιωμένη και ναρκισσιστικά ολοκληρωμένη στην ζάλη της αρετής και της θρησκευτικής δικαίωσης της. Ο χριστιανός δεν είναι δικαιωμένος, αλλά αγαπητικά σωσμένος. Η σωτηρία του, είναι καρπός αγάπης, και όχι κατορθωμάτων. Αίσθηση και εμπειρία ότι κάποιος με αγαπάει πολύ κι ας έχω τα χάλια μου, κι ας είμαι αδύναμος και ας μην έχω τίποτε να καυχηθώ πέρα της αγάπης του Θεού.
Ο παράδεισος δεν είναι κατάκτηση αλλά δωρεά. Είναι καρπός σχέσης και όχι κατάκτηση ισχυρών και υψηλών θρησκευτικών επιδόσεων.
Δεν σώζομαι επειδή κάτι σπουδαίο έκανα, αλλά επειδή κάποιον αγάπησα και με αγάπησε.

Όσο και αν το δηλώσεις άνθρωπος του Θεού, δεν θα γίνεις, εάν η χαρά και η ειρήνη δεν κατακλείσουν την ύπαρξη σου. Ας κάνουμε όσες νηστείες θέλουμε, αγρυπνίες και προσευχές, ας έχουμε Γέροντα τον πιο γνωστό πνευματικό της ορθοδοξίας, ας βγάλουμε όσες φωτογραφίες θέλουμε με στάρετς και οσίους, η χάρις δεν θα έρθει εάν δεν σταματήσουμε να την ζητούμε με την εσωτερική αδιάγνωστη πολλές φορές σκοπιμότητα, να κτίσουμε την εικόνα μας, το αυτοειδωλό μας, το εγωιστικό θρησκευτικό προφίλ μας. Για να αισθανθούμε ότι κάτι καταφέραμε και κάποιοι είμαστε.

Η χάρις δεν εκβιάζεται, ούτε εξαγοράζεται, δωρίζεται και εκχέεται αγαπητικά στους ταπεινούς, αφανοίς, πληγωμένους και αγαπητικά στραμμένους προς τον Θεό. Εκείνους που απογυμνώθηκαν και ξαρματώθηκαν από όλες τις αυταπάτες του κόσμου, όλες τις δυνάμεις και εξουσίες, από όλα τα είδωλα ακόμη και το ίδιου τους του εαυτού.

Σάββατο 2 Αυγούστου 2014

"Η αγάπη όλα τα νικά!


Ἡ Ἐσταυρωμένη ἀγάπη

 ΑΝΑΔΗΜΟΑΣΙΕΥΣΗ/ΠΕΝΤΑΠΟΣΤΑΓΜΑ - Ἡ Ἐσταυρωμένη ἀγάπη:

'Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἐκδηλώνεται μὲ πολλοὺς τρόπους καὶ γι’  αὐτὸ ἔχει καὶ πολλὰ ὀνόματα.
Ὅταν βλέπουμε τὸν  οὐρανό, τὸν ἀχανῆ ὠκεανό, τὴν ἀνθόσπαρτη γῆ καὶ τὰ χιονοσκέπαστα βουνὰ, θαυμάζουμε τὴν πανσοφία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν παντοδυναμία του. Ὅταν μαθαίνουμε πὼς ὅλα αὐτὰ ἔγιναν ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση καὶ διευκόλυνση τοῦ ἀνθρώπου, τότε ὀνομάζουμε τὴν ἀγάπη τοῦ Δημιουργική.
Ὅταν μὲ προσοχὴ μελετοῦμε ὁ καθὲνας μὲ τὸν τρόπο του ὅλα ὅσα βλέπουμε γύρω μας καὶ τὰ θαυμάζομε γιὰ τὴν κίνησή τους, γιὰ τὸν κύκλο τῆς ζωῆς τους, γιὰ τὸν προορισμό τους καὶ βεβαιωνόμαστε, ὅτι ὅλα συντηροῦνται καὶ καθοδηγοῦνται ἀπὸ τὴν ἀνύστακτη φροντίδα τοῦ Δημιουργοῦ τους, τότε ὀνομάζουμε τὴν ἀγάπη του συντηρητικὴ καὶ προνοητική.
Διαβάζοντας τὰ ἱερὰ κείμενα τῆς Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης, ποὺ εἶναι τὸ στόμα τοῦ Θεοῦ καὶ  ἔχουν αἰώνιο κῦρος, μαθαίνουμε ὅτι, το ἀποτέλεσμα κάθε παρανομίας μας πρέπει νὰ εἶναι ὁ θάνατος., καί .
Ὅμως διαπιστώνουμε πὼς δὲν ἔρχεται πάντα ὡς πικρὸς καρπὸς τῆς ἀνομίας μας ὁ θάνατος, γιατί ἐπεμβαίνει ἡ ἀγάπη καὶ μακροθυμία Του καὶ λέγει . Τότε γεμάτοι εὐγνωμοσύνη ἀναφωνοῦμε καὶ χαρακτηρίζουμε αὐτὴ τὴν ἀγάπη ὡς ἀνεκτική.
Θαυμάζουμε ἀκόμη τὸν ἐρχομό Του στὴν γῆ καὶ προσπαθοῦμε νὰ ἑρμηνεύσουμε τὴν ἁγία Σάρκωση μὲ τὰ μέτρα τὰ δικά μας, χωρὶς νὰ τὰ καταφέρνουμε, γιατί . Ὅμως, καὶ τότε βλέπουμε ὅτι αὐτὴ ἡ ταπείνωση τοῦ Θεοῦ εἶναι τρανὴ ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης Του γιὰ τὸν πεσόντα ἄνθρωπο, ἀφοῦ ἦλθε στὴν γῆ γιὰ νὰ ἀνέβουμε ἐμεῖς στὸν οὐρανό, ἔγινε Θεὸς ὧν ἄνθρωπος, γιὰ νὰ θεοποιήσει τὸν ἄνθρωπο, καὶ τότε χαρακτηρίζουμε τὴν ἀγάπη του σαρκωμένη.

Ὑπάρχει καὶ μία ἄλλη Ἀγάπη ποὺ δίδει καὶ στὶς ἄλλες ἀξία καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ Ἐσταυρωμένη Ἀγάπη.
Ἡ μεγάλη θυσία τοῦ Γολγοθὰ καὶ πρὸ πάντων αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ τίμιος Σταυρὸς εἶναι τὸ πιστοποιητικὸ τῆς ἀναμφισβήτητης ἀγάπης τοῦ Κυρίου μας.
Ἡ Ἐσταυρωμένη Ἀγάπη ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ Σταυροῦ θὰ σελαγίζει στὰ πέρατα τῆς γῆς καὶ θὰ διαλαλεῖ τὴν ἀξία τῆς ψυχῆς μας καὶ τὸ μέτρο τῆς στοργῆς τοῦ Πλάστη γιὰ τὸ πλάσμα του.
Αὐτὴ ἡ Ἐσταυρωμένη Ἀγάπη πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως μας διδάσκει καὶ μᾶς καθοδηγεῖ, ἰδίως στὶς στιγμὲς τῶν δοκιμασιῶν μας καὶ τοῦ πειρασμοῦ.
Ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος ἔλεγε χαρακτηριστικά: Ὁ γεωργὸς φοράει τὰ παλιὰ τοῦ ροῦχα, τὰ ροῦχα τῆς δουλειᾶς παίρνει καὶ τὰ ἐργαλεῖα καὶ βγαίνει νὰ καλλιεργήσει τὸ χωράφι του ποὺ εἶναι γεμάτο ἀγκάθια. Μὲ ὑπομονὴ καὶ ἐπιμονὴ καταφέρνει νὰ τοῦ ἀλλάξει καὶ τὴν μορφὴ καὶ τὸ βοηθάει νὰ φέρει καρποὺς, γιὰ νὰ εἶναι χρήσιμο.
Καὶ ὁ Κύριός μας ἔκανε τὸ ἴδιο. Φόρεσε τὴ σάρκα τὴ δική μας,  ποὺ ἦταν παλιὰ καὶ λερωμένη, χωρὶς Ἐκεῖνος ποτὲ νὰ συμμετέχει στὴν ἁμαρτία, πῆρε καὶ τὸν Τίμιο Σταυρὸ ὡς ἐργαλεῖο καὶ ἐργάζεται στὴν ἔρημη ψυχή μας, ποὺ εἶναι γεμάτη ἀγκάθια, μὲ σκοπὸ καὶ αὐτὰ νὰ ξεριζώσει καὶ λουλούδια ἢ χρήσιμα δένδρα νὰ φυτεύσει καὶ νὰ καλλιεργήσει, γιὰ νὰ γίνουμε χρήσιμοι καὶ ὠφέλιμοι.
Ὁ ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Σύρος, ὁ πνευματοφόρος καὶ θεοφώτιστος αὐτὸς ἀσκητὴς, στὸ λόγο του γιὰ τὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου μεταξὺ τῶν ἄλλων παρατηρεῖ:<<Ὁ Τίμιος Σταυρὸς εἶναι καύχημα καυχημάτων. Ἂς τὸν τυπώσουμε στὸ μέτωπό μας, στὰ χέρια μας καὶ στὰ πόδια μας καὶ στὰ ροῦχα μας. Εἶναι νικητὴς θανάτου, ἐλπίδα τῶν πιστῶν, φῶς τῆς οἰκουμένης, κλειδὶ παραδείσου, τὸ φυλαχτὸ τῶν πιστῶν. Αὐτὸ τὸ σημεῖο νὰ κάνουμε, ὅταν κοιμόμαστε, ὅταν σηκωνόμαστε, ὅταν τρῶμε, ὅταν πίνουμε, ὅταν ταξιδεύουμε, καὶ τότε δὲν θὰ φοβούμᾳστε τίποτε  μᾶλλον θὰ μᾶς φοβεῖται ὁ ἐχθρός  μας, διάβολος, διότι ἐκεῖνος .

Ἀλήθεια μὲ τί πρόσωπο νὰ σταθοῦμε ἀπέναντι στὸν Ἐσταυρωμένο, γιὰ νὰ τοῦ μιλήσουμε ἤ καὶ γιὰ νὰ διαμαρτυρηθοῦμε;

Ἐκεῖνος ἔδειξε μία ἀπροσμέτρητη ἀγάπη γιὰ τὸ πλάσμα Του, ποὺ τὴν ὀνομάζουμε Δημιουργική, Προνοητική, Συντηρητική, Ἀνεκτική, Σαρκωμένη καὶ Ἐσταυρωμένη. Γι’  αὐτὴ τὴν ἀνυπολόγιστη προσφορὰ τοῦ οἱ ἄνθρωποι μὲ τήν ἀχαρακτήριστη καὶ ἀχάριστη συμπεριφορὰ τους τὸν σταύρωσαν σωματικὰ καὶ τοῦ πλήγωσαν αὐτὴ τὴν Ἀγάπη.
Ὁ πόνος, λέγουν οἱ ἐπιστήμονες, βιώνεται ἀνάλογα μὲ τὴν ὑπόσταση τοῦ καθενός. Ὅσο πιὸ τέλειος εἶναι κάποιος τόσο περισσότερο νοιώθει τὸν πόνο. Ὅταν κόψεις τὴν οὐρὰ μιᾶς σαύρας, θὰ πονέσει, ἀλλὰ λιγότερο ἀπὸ τὸ ἄλογο, ὅταν θὰ τοῦ κόψεις τὴ δική του οὐρά. Ὁ πόνος τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴν ἀφαίρεση ἑνὸς τμήματος τοῦ σώματός του εἶναι ἀκόμη πιὸ μεγάλος, γιατί τελειότερος εἶναι ὁ ὀργανισμός του καὶ προστίθεται κοντὰ στὸν σωματικὸ καὶ ὁ ψυχικὸς πόνος.
Φανταστεῖτε πόσο μεγάλος ἦταν ὁ πόνος τοῦ Κυρίου μας κατὰ τὴν Σταύρωσή του, ἀφοῦ Ἐκεῖνος ἦταν καὶ ἄνθρωπος καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ εἶχε ὅλες τὶς ἀρετὲς στὸν ἀπόλυτο βαθμό.
Πέραν αὐτοῦ τὸ μαρτύριο τοῦ Σταυροῦ τοῦ Κυρίου μας δὲν ἦταν στιγμιαῖο, ἀλλά το βίωσε ὅλα τὰ χρόνια τῆς ἐπιγείας ζωῆς Του, ἀπὸ τὴν γέννησή Του μέχρι τὸ θάνατο, ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ . Ὡς τέλειος Θεὸς ἤξερε μὲ λεπτομέρειες τὰ Φρικτὰ πάθη Του καὶ τὰ ζοῦσε ἀπὸ μικρὸ παιδί. Ἔβλεπε, λέγουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, τὰ χέρια Του, ὅταν ἦταν μικρὸ παιδὶ, καὶ μὲ τὴν ματιὰ Τοῦ σημάδευε τὴ θέση τῶν καρφιῶν τῆς Σταυρώσεως.
Μπροστὰ σ’  ὅλα αὐτὰ τὰ θαυμαστὰ καὶ ἐξαίσια, τὰ ἐκπληκτικὰ τὰ πέραν πάσης περιγραφῆς γεγονότα τῆς ζωῆς του, μπροστὰ στὶς εὐεργεσίες καὶ εὐλογίες ποῦ πρόσφερε στοὺς ἀνθρώπους , ποιά εἴναι ἡ δική μας προσφορὰ στοὺς ἄλλους; Μπροστὰ στὴν κακότητα καὶ ἀχαριστία τῶν ἀνθρώπων ποῦ ἔδειξαν στὸν Κύριό μας, τί εἶναι ἡ περιφρόνησή μας ἀπὸ τοῦ ἄλλους;

Νὰ γιατί πατρικὰ μὰς συμβουλεύουν οἱ μεγαλύτεροι ἀδελφοί μας, οἱ ἅγιοι, νὰ ἠρεμοῦμε, νὰ γαληνεύουμε καὶ νὰ μακροθυμοῦμε.
  • Ἔχεις πόνο, ἀδελφέ μου, βλέπε τὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου. Ἐκεῖνος πόνεσε, ἐνῷ ἦταν ἀθῷος. Ἴσως αὐτὸς ὁ πόνος νὰ εἶναι στιφὸς καρπὸς τῆς ἁμαρτίας σου. Δὲν λέγω ὅτι εἶσαι ἁμαρτωλός, λέγω ἴσως εἶσαι, ὁπότε κοίταξε νὰ ὠφεληθεῖς μὲ τὴ μετάνοιά σου.
  • Ἔχεις φτώχεια, που εἶναι στὶς μέρες μας δύσκολη ὑπόθεση; Βλέπε τὸν Κύριό μας γυμνὸ ἐπάνω στὸ Σταυρὸ καὶ ἀναλογίσου μήπως ἐσὺ ἔφταιξες, δὲν πρόσεξες καὶ ἴσως ἀπὸ τὴν τεμπελιά σου ἢ τὴν ἄσωτη ζωή σου, εὐθύνεσαι γιὰ τὴν φτώχειά σου, ἐνῷ Ἐκεῖνος καὶ θεληματικᾶ ὁδηγήθηκε ἐκεῖ στὸ ἰκρίωμα γυμνός.
  • Ἔχεις περιπέτεια καὶ ἀντιμετωπίζεις δοκιμασία ἀπὸ ἀρρώστιες ποῦ ἐμφανίστηκαν ξαφνικὰ στὴν ζωή σου; Κοίταξε τὸν Ἐσταυρωμένο καὶ κάνε ὑπομονή. Ἐκεῖνος γιάτρεψε πολλούς και θεράπευσε ἀναρίθμητους ἀνθρώπους καί ὅμως εἶναι πληγωμένος ἐπάνω στὸ Σταυρό. Σὺ ἴσως καὶ νὰ μήν πρόσεξες τὴν ὑγεία σου, ὄταν τὴν εἶχες.
  • Ἔχεις ἐχθροὺς ποὺ σὲ φθονοῦν καὶ σὲ μισοῦν; Βλέπε τὸν Κύριό μας στὸ Σταυρὸ καὶ σκέψου, ὅτι καὶ Ἐκεῖνον . Σὺ ἴσως νὰ δημιούργησες καὶ ἔχθρες μὲ τὴν ἀπρόσεκτη ζωή σου.
  • Ἔχεις φίλους καὶ σὲ ἐγκατέλειψαν σὲ μία κρίσιμη στιγμὴ τῆς ζωῆς σου; Βλέπε τὸν Κύριό μας ἐπάνω στὸν Γολγοθὰ καταμόναχο. Ὅλοι τὸν ἄφησαν μόνον καὶ οἱ μαθητές του καὶ οἱ εὐεργετημένοι καὶ θεραπευμένοι ἀκόλουθοι Τοῦ μέχρι λίγο πρίν. θὰ γράψει ὁ προφήτης Ἠσαΐας ὀκτακόσια χρόνια, πρὶν νὰ γεννηθεῖ ὁ Χριστός. Σὺ ἴσως νὰ μὴ συμπεριφέρθηκες σωστὰ καὶ γι’  αὐτὸ σὲ ἐγκατέλειψαν. Κουράγιο, ὅμως, γιατί οἱ ἄνθρωποι εἶναι πάντα ἴδιοι. Μπερδεύονται στὰ πόδια σου, ὅταν δὲν τοὺς χρειάζεσαι, καὶ ἐξαφανίζονται, ὅταν θέλεις ἕνα ποτῆρι νερό.
Ὅ,τι ἔχεις ἐσὺ τὰ ἔχει καὶ Ἐκεῖνος μὲ μία διαφορά. Σὺ μπορεῖ νὰ εἶσαι ἔνοχος γιὰ λίγα ἢ γιὰ πολλά, ἐνῷ Ἐκεῖνος εἶναι ὁ μόνος ἀναμάρτητος. .
Ὑπομονὴ, λοιπὸν, καὶ καρτερία. Τὸν καλὸ καραβοκύρη τὸν κάνει ἡ τρικυμία, τὸ γενναῖο στρατηγὸ ὁ πόλεμος καὶ τὸν καλὸ χριστιανὸ καὶ τὸν ἅγιο  τὸν κάνει ἡ δοκιμασία.

Anagrafes.com